καταδαμάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to subdue
    • to tame, overpower, put under duress
  • Cognates:

    δαμάζω, καταδαμάζω

  • Forms:
    • κατεδαμάσατε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
καταδαπανάω
καταδεδεμένα
καταδέδεται
καταδεδικασμένος
καταδεδυνάστευνται
καταδείκνυμι
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to discover and make known
καταδεικνύντας
καταδεικνύω
καταδείξας
καταδεξαμένους
καταδεξάσθωσαν
καταδέομαι
καταδεσμεύσει
καταδεσμεύσῃς
καταδεσμεύω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to bind up, bandage
    • Metaphor: to deal with painful consequences of
  • Cognates:

    ἀποδεσμεύω, δεσμεύω, καταδεσμεύω

  • Forms:
    • καταδεσμεύσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • καταδεσμεύσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
καταδέσμος
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMκαταδέσμοςκαταδέσμοι
GENκαταδέσμουκαταδέσμων
DATκαταδέσμῳκαταδέσμοις
ACCκαταδέσμονκαταδέσμους
VOCκαταδέσμεκαταδέσμοι
καταδέσμους
καταδέχομαι
καταδεχόμενος
καταδέω
κατάδηλον
κατάδηλος
καταδῆσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • Root: καταδέω
κατάδησον
καταδήσω
καταδιαιρεῖν
καταδιαιρέω
καταδιείλαντο
καταδίελε
καταδιέλεσθε
καταδιελόντι
καταδικάζετε
καταδικαζομένη
καταδικάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to condemn, pronounce guilty, find guilty
    • to hand down a judgment against (someone)
    • to make a statement to the disadvantage of
  • Cognates:

    δικάζω, ἐκδικάζω, καταδικάζω

  • Forms:
    • κατεδίκασε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • κατεδίκασαν Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
    • καταδεδικασμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
    • καταδικάσαι Verb: Aor Act Infin
    • καταδικάσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
    • καταδικάσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
    • καταδικάσηται Verb: Aor Mid Subj 3rd Sing
    • καταδικάσητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
    • καταδικάσονται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
    • καταδικασθήσῃ Verb: Fut Pass Ind 2nd Sing
    • καταδικασθῆτε Verb: Aor Pass Subj 2nd Plur
    • καταδικάσωμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
    • καταδικάζετε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
    • καταδικαζομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • καταδικάζων Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • κατεδικάσατε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
καταδικάζων
καταδικάσαι
καταδικάσεται
καταδικάσῃς
καταδικάσηται
καταδικάσητε
καταδικάσονται
καταδικασθήσῃ
καταδικασθῆτε
καταδικάσωμεν
καταδίκη
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • condemnation, judgment against
    • sentence pronounced against
  • Cognates:

    δίκη, καταδίκη

  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMκαταδίκηκαταδίκαι
GENκαταδίκηςκαταδικῶν
DATκαταδίκῃκαταδίκαις
ACCκαταδίκηνκαταδίκας
VOCκαταδίκηκαταδίκαι
καταδίκην
καταδίκης
καταδίωκε
καταδιώκει
καταδιώκειν
καταδιώκεις
καταδιώκοντες
καταδιωκόντων
καταδιώκω
Present
  • καταδίωκε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
  • καταδιώκει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • καταδιώκειν Verb: Pres Act Infin
  • καταδιώκεις Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • καταδιώκοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • καταδιωκόντων Part: Pres Act Gen Plur Masc
  • καταδιώκων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • κατεδίωκον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • κατεδίωκον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • καταδιώξω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
  • καταδιώξεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • καταδιώξοντας Part: Fut Act Acc Plur Masc
  • καταδιώξεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
  • καταδιώξονται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
Aorist
  • κατεδίωξας Verb: 1Aor Act Ind 2nd Sing
  • κατεδίωξε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • κατεδίωξαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • καταδίωξον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • καταδιώξατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • καταδιώξω Verb: 1Aor Act Subj 1st Sing
  • καταδιώξῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • καταδιώξαι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • κατεδιώχθητε Verb: Aor Pass Ind 2nd Plur
  • καταδιώξαντας Part: Aor Act Acc Plur Masc
καταδιώκων
καταδιώξαι
καταδιώξαντας
καταδιώξατε
καταδιώξεις
καταδιώξεται
καταδιώξῃς
καταδίωξον
καταδιώξονται
καταδιώξοντας
καταδιώξω
καταδολεσχέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to chatter at, weary by chattering, meditate
    • to annoy by chattering
    • to depress by chattering
  • Cognates:

    ἀδολεσχέω, καταδολεσχέω

  • Forms:
    • καταδολεσχήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
καταδολεσχήσει
καταδουλοῖ
καταδουλουμένους
καταδουλοῦνται
καταδουλοῦσθαι
καταδουλόω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to enslave, reduce to slavery, bring into bondage, oppress
  • Cognates:

    δουλόω, καταδουλόω

  • Forms:
    • καταδουλοῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • καταδουλουμένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
    • καταδουλοῦνται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
    • καταδουλοῦσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • καταδουλωσάμενον Part: Aor Mid Acc Sing Masc
    • καταδουλωσαμένων Part: Aor Mid Gen Plur MFN
    • καταδουλώσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • καταδουλώσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
    • καταδουλώσωνται Verb: Aor Mid Subj 3rd Plur
    • κατεδουλοῦντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
    • κατεδουλώσαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
    • κατεδουλώσατο Verb: 1Aor Mid Ind 3rd Sing
καταδουλωσάμενον
καταδουλωσαμένων
καταδουλώσουσι, καταδουλώσουσιν
καταδουλώσω
καταδουλώσωνται
καταδρομάς
καταδρομή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMκαταδρομήκαταδρομαί
GENκαταδρομῆςκαταδρομῶν
DATκαταδρομῇκαταδρομαῖς
ACCκαταδρομήνκαταδρομάς
VOCκαταδρομήκαταδρομαί
καταδυναστεία
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMκαταδυναστείακαταδυναστεῖαι
GENκαταδυναστείαςκαταδυναστειῶν
DATκαταδυναστείᾳκαταδυναστείαις
ACCκαταδυναστείανκαταδυναστείας
VOCκαταδυναστείακαταδυναστεῖαι
καταδυναστείᾳ
καταδυναστείαν
καταδυναστείας
καταδυναστεύει
καταδυναστεύειν
καταδυναστεύετε
καταδυναστευθῆναι
καταδυναστεύομεν
καταδυναστευόμεναι
καταδυναστευομένοις
καταδυναστευομένους
καταδυναστεύοντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
  • Meaning: to oppress, exercise power over
  • Root: καταδυναστεύω
καταδυναστεύοντας
καταδυναστεύοντες
καταδυναστευόντων
καταδυναστεύουσαι
καταδυναστεύουσιν
καταδυναστεῦσαι
καταδυναστεύσαντες
καταδυναστεύσας
καταδυναστεύσῃ
καταδυναστεύσητε
καταδυναστεύσουσι, καταδυναστεύσουσιν
καταδυναστεύσωμεν
καταδυναστεύω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to oppress, exploit
    • to overpower, prevail against
    • to cause someone unjust hardship
    • to conquer, dominate
    • to cause to submit to one's power and authority
    • to exercise power over, exercise dominion against
  • Passive Meaning:
    • to be enslaved
  • Cognates:

    δυναστεύω, καταδυναστεύω

  • Forms:
Present
  • καταδυναστεύει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • καταδυναστεύειν Verb: Pres Act Infin
  • καταδυναστεύετε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
  • καταδυναστεύομεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
  • καταδυναστευόμεναι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Fem
  • καταδυναστευομένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
  • καταδυναστεύοντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
  • καταδυναστεύοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • καταδυναστεύουσαι Part: Pres Act Nom Plur Fem
  • καταδυναστεύουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
Imperfect
  • κατεδυνάστευον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • κατεδυνάστευον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • καταδυναστεύσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
Aorist
  • καταδυναστευθῆναι Verb: Aor Pass Infin
  • καταδυναστεῦσαι Verb: Aor Act Infin
  • καταδυναστεύσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
  • καταδυναστεύσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • καταδυναστεύσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • καταδυναστεύσητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
  • καταδυναστεύσωμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
  • κατεδυνάστευσα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • κατεδυνάστευσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • κατεδυνάστευσας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • κατεδυνάστευσε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
  • καταδεδυνάστευνται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
καταδύσει
καταδύσεις
καταδύσεται
κατάδυσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMκατάδυσιςκαταδύσεις
GENκαταδύσεωςκαταδύσεων
DATκαταδύσεικαταδύσεσι(ν)
ACCκατάδυσι(ν)καταδύσεις
καταδύσωσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: καταδύω
καταδύω