διαιρεθήσεται
διαιρεθῶσιν
διαιρεῖται
διαιρέσεις
διαιρέσεσιν
διαιρέσεως
διαίρεσιν
διαίρεσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαίρεσιςδιαιρέσεις
GENδιαιρέσεωςδιαιρέσεων
DATδιαιρέσειδιαιρέσεσι(ν)
ACCδιαίρεσι(ν)διαιρέσεις
διαιρετός
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαιρετόςδιαιρετήδιαιρετόν
GENδιαιρετοῦδιαιρετῆς
διαιρέτηςης
διαιρετοῦ
DATδιαιρετῷδιαιρετῇδιαιρετῷ
ACCδιαιρετόνδιαιρετήνδιαιρετόν
VOCδιαιρετέδιαιρετήδιαιρετόν
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαιρετοίδιαιρεταίδιαιρετά
GENδιαιρετῶν
DATδιαιρετοῖςδιαιρεταῖςδιαιρετοῖς
ACCδιαιρετούςδιαιρετάςδιαιρετά
VOCδιαιρετοίδιαιρεταίδιαιρετά
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαιρετόςδιαιρετήδιαιρετόν
GENδιαιρετοῦδιαιρέτηςδιαιρετοῦ
DATδιαιρετῷδιαιρετῇδιαιρετῷ
ACCδιαιρετόνδιαιρετήνδιαιρετόν
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαιρετοίδιαιρεταίδιαιρετά
GENδιαιρετῶνδιαιρετῶνδιαιρετῶν
DATδιαιρετοῖςδιαιρεταῖςδιαιρετοῖς
ACCδιαιρετούςδιαιρετάςδιαιρετά
διαιρέω
Present
  • διαιρεῖται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διαιρούμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διαιροῦν Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
  • διαιρῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
Future
  • διαιρεθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
  • διελεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διελεῖσθε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
  • διελεῖται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
  • διελεῖτε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
  • διελοῦνται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
  • διελοῦσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • διελεῖν Verb: Fut Act Infin
Aorist
  • διαιρεθῶσιν Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
  • διείλαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
  • διεῖλε(ν) Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
  • διεῖλον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
  • διελέσθαι Verb: Aor Mid Infin
  • διέλετε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διέλῃς Verb: 2Aor Act Subj 2nd Sing
  • διῃρέθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διῃρέθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διελεῖν Verb: Aor Act Infin
Perfect
  • διῃρημένη Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
  • διῄρηται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
διαιρούμενοι
διαιροῦν
διαίρω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to raise up, lift up, go up
  • Forms:
διαιρῶν
δίαιτα
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • a way of life, livelihood
    • food, diet
    • habitation, dwelling, abode
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδίαιταδίαιται
GENδιαίτηςδιαιτῶν
DATδιαίτῃδιαίταις
ACCδίαιτανδίαιτας
VOCδίαιταδίαιται
διαίταις
δίαιταν
διαιτάω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to regulate, govern, moderate
    • to keep under control
  • Middle/Passive Meaning:
    • to subject
    • to have a dwelling
    • to lead one's life
    • to live
  • Cognates:

    διαιτάω, ἐκδιαιτάω

  • Forms:
    • διαιτώμενον
      • Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
      • Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
    • διαιτᾶσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • διαιτηθήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
    • διῃτῶντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
διαιτέω
διαίτῃ
διαιτηθῆναι
διαιτηθήσεται
διαίτης