διαθέμενος
διαθεμένου
διαθερμαίνω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to warm up, warm through
    • to become warm (from the sun)
  • Passive Meaning:
    • to be heated
    • to be hot
  • Cognates:

    διαθερμαίνω, παραθερμαίνω, θερμαίνω

  • Forms:
    • διαθερμάναντος Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
    • διεθέρμαινε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
    • διεθερμάνθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
διαθερμάναντος
διαθέσει
διαθέσθαι
διάθεσθε
διάθεσιν
διαθέσεις
διάθεσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάθεσιςδιαθέσεις
GENδιαθέσεωςδιαθέσεων
DATδιαθέσειδιαθέσεσι(ν)
ACCδιάθεσι(ν)διαθέσεις
διαθῆκαι
διαθήκαις
διαθήκας
διαθήκη
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαθήκηδιαθήκαι
GENδιαθήκηςδιαθηκῶν
DATδιαθήκῃδιαθήκαις
ACCδιαθήκηνδιαθήκας
VOCδιαθήκηδιαθήκαι
διαθήκῃ
διαθήκην
διαθήκης
διαθηκῶν
διαθήσεσθε
διαθήσεται
διαθήσῃ
διάθησθε
διαθήσομαι
διαθησόμεθα
διάθηται
διάθου
διαθρέψαι
διαθρέψει
διαθρέψεις
διαθρέψω
διάθρυπτε
διαθρύπτω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to break in pieces, shatter, shiver, crumble
  • Cognates:

    διαθρύπτω, ἐνθρύπτω, θρύπτω, συνθρύπτω

  • Forms:
    • διάθρυπτε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
    • διαθρύψεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
    • διεθρύβη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
    • διεθρύβησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
διαθρύψεις
διαθῶ
διαθῶμαι
διαθώμεθα