- ἀκαθαρσία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Note: For comparative, see ἀκαθαρσιώτερος
- Meaning:
- uncleanness, impurity, dirt, refuse
- immorality, moral depravity, religious depravity
- ceremonially unclean state
- religiously impure object; morally impure object
- Cognates:
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀκαθαρσία ἀκαθαρσίαι GEN ἀκαθαρσίας ἀκαθαρσιῶν DAT ἀκαθαρσίᾳ ἀκαθαρσίαις ACC ἀκαθαρσίαν ἀκαθαρσίας VOC ἀκαθαρσία ἀκαθαρσίαι
- ἀκαθαρσίαις
-
- Parse: Noun: Dat Plur Fem
- Root: ἀκαθαρσία
- ἀκαθαρσίαν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: ἀκαθαρσία
- ἀκαθαρσίας
-
- Parse:
- Noun: Gen Sing Fem
- Noun: Acc Plur Fem
- Root: ἀκαθαρσία
- Parse:
- ἀκαθαρσιῶν
-
- Parse: Noun: Gen Plur Fem
- Root: ἀκαθαρσία
- ἀκαθαρσιωτέραν
-
- Parse: Noun: Comparative Adj: Acc Sing Fem
- Root: ἀκαθαρσιώτερος
- ἀκαθαρσιώτερος
-
- Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
- Note: Comparative of ἀκαθαρσία
- Meaning: more unclean
Comparative Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκαθαρσιώτερος ἀκαθαρσιωτέρα ἀκαθαρσιώτερον GEN ἀκαθαρσιωτέρου ἀκαθαρσιωτέρας ἀκαθαρσιωτέρου DAT ἀκαθαρσιωτέρῳ ἀκαθαρσιωτέρᾳ ἀκαθαρσιωτέρῳ ACC ἀκαθαρσιώτερον ἀκαθαρσιωτέραν ἀκαθαρσιώτερον VOC ἀκαθαρσιώτερε ἀκαθαρσιωτέρα ἀκαθαρσιώτερε Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκαθαρσιώτεροι ἀκαθαρσιώτεραι ἀκαθαρσιώτερα GEN ἀκαθαρσιωτέρων DAT ἀκαθαρσιωτέροις ἀκαθαρσιωτέραις ἀκαθαρσιωτέροις ACC ἀκαθαρσιωτέρους ἀκαθαρσιωτέρας ἀκαθαρσιώτερα
- ἀκαθάρτης
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: filthiness, impurity, uncleanness
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀκαθάρτης ἀκαθάρτητες GEN ἀκαθάρτητος ἀκαθαρτήτων DAT ἀκαθάρτητι ἀκαθάρτησι(ν) ACC ἀκαθάρτητα ἀκαθάρτητας VOC ἀκαθάρτης ἀκαθάρτητες
- ἀκαθάρτητος
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: ἀκαθάρτης
- ἀκαθάρτοις
-
- Parse: Adj: Dat Plur MFN
- Root: ἀκάθαρτος
- ἀκάθαρτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: foul, unclean, impure, uncleansed
- Cognates:
ἀκάθαρτος = unclean, ἀπερικάθαρτος = impure, (δυσανακάθαρτος = hard to clean), (δυσεκκάθαρτος = hard to wash away), (δυσκάθαρτος = hard to purify), (δυσπερικάθαρτος = hard to clean off, hard to peel), (εὐεκκάθαρτος = easy to clean up), (νεοκάθαρτος = newly cleaned)
ALSO SEE: καθαρίζω = to cleanse, καθαριότης = cleanliness, purity, καθαρισμός = cleansing, purity, καθαρός = clean, pure, καθαρότης = cleanness, purity, καθάρσιον = purification, κάθαρσις = cleansing, purification, καθαρῶς = cleanly, purely, καθαρώτερος = cleanest, - Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκάθαρτος ἀκάθαρτον GEN ἀκαθάρτου DAT ἀκαθάρτῳ ACC ἀκάθαρτον VOC ἀκάθαρτε ἀκάθαρτον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκάθαρτοι ἀκάθαρτα GEN ἀκαθάρτων DAT ἀκαθάρτοις ACC ἀκαθάρτους ἀκάθαρτα VOC ἀκάθαρτοι ἀκάθαρτα
- ἀκαιρεθῆναι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Infin
- Root: ἀκαιρέομαι
- ἀκαιρέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to lack opportunity
- to be inopportune (for oneself), i.e., to fail of a proper occasion
- to have no opportunity
- to be busy (with something else), be inconvenient
- Cognates:
αἱρέω, ἀκαιρέομαι, ἀναιρέω, ἀνθαιρέω, ἀνθυφαιρέω, ἀνταναιρέω, ἀφαιρέω, διαιρέω, ἐκαιρέω, ἐξαιρέω, ἐπαναιρέω, ἐπιδιαιρέω, καθαιρέω, καταδιαιρέω, παραιρέω, περιαιρέω, προαιρέω, ὑπεξαιρέω, ὑφαιρέω
- Forms:
- ἀκαιρεθῆναι Verb: Aor Pass Infin
- ἠκαιρεῖσθε Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 2nd Plur
- ἄκαιρος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: ill-timed, unseasonable, inopportune, untimely, unsuitable, inconvenient
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἄκαιρος ἄκαιρον GEN ἀκαίρου DAT ἀκαίρῳ ACC ἄκαιρον VOC ἄκαιρε ἄκαιρον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἄκαιροι ἄκαιρα GEN ἀκαίρων DAT ἀκαίροις ACC ἀκαίρους ἄκαιρα VOC ἄκαιροι ἄκαιρα
- ἀκακία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- innocence (morally), guilelessness, integrity
- shittah tree, Acacia arabica
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀκακία ἀκακίαι GEN ἀκακίας ἀκακιῶν DAT ἀκακίᾳ ἀκακίαις ACC ἀκακίαν ἀκακίας VOC ἀκακία ἀκακίαι
- ἄκακος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- naïve, simple-minded, harmless, simple, unknowing of ill, guileless
- blameless, not bad, innocent, unsuspecting
- impeccable
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἄκακος ἄκακον GEN ἀκάκου DAT ἀκάκῳ ACC ἄκακον VOC ἄκακε ἄκακον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἄκακοι ἄκακα GEN ἀκάκων DAT ἀκάκοις ACC ἀκάκους ἄκακα VOC ἄκακοι ἄκακα
- ἀκάλυπτος
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc/Fem
- Meaning: uncovered, unveiled
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἀκάλυπτος ἀκάλυπτον GEN ἀκαλύπτου DAT ἀκαλύπτῳ ACC ἀκάλυπτον Plural Masc Fem Neut NOM ἀκάλυπτοι ἀκάλυπτα GEN ἀκαλύπτων DAT ἀκαλύπτοις ACC ἀκαλύπτους ἀκάλυπτα
- ἀκαλύπτως
-
- Parse: Adverb
- Meaning: uncovered, unveiled
- Concord:
Apocrypha: 3Macc 4:6
- Concord:
- ἄκαν
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: thistle
- Concord:
LXX: 2Kings 14:9 LXX
- Concord:
- ἄκανα
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Meaning: thistle
- ἄκανθα
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: thistle, thorn, thorny plant, cactus
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἄκανθα ἄκανθαι GEN ἀκάνθης ἀκανθῶν DAT ἀκάνθῃ ἀκάνθαις ACC ἄκανθαν ἄκανθας VOC ἄκανθα ἄκανθαι
- ἀκάνθινος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: thorny, of thorns, having thorns
- Concord:
LXX: Isa 34:13
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἀκάνθινος ἀκανθίνη ἀκάνθινον GEN ἀκανθίνου ἀκανθίνης ἀκανθίνου DAT ἀκανθίνῳ ἀκανθίνῃ ἀκανθίνῳ ACC ἀκάνθινον ἀκανθίνην ἀκάνθινον VOC ἀκάνθινε ἀκανθίνη ἀκάνθινε Plural Masc Fem Neut NOM ἀκάνθινοι ἀκάνθιναι ἀκάνθινα GEN ἀκανθίνων ἀκανθίνων ἀκανθίνων DAT ἀκανθίνοις ἀκανθίναις ἀκανθίνοις ACC ἀκανθίνους ἀκανθίνας ἀκάνθινα VOC ἀκάνθινοι ἀκάνθιναι ἀκάνθινα
- ἄκανθος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: bearsfoot (plant)
Masculine Noun Singular Plural NOM ἄκανθος ἄκανθοι GEN ἀκάνθου ἀκάνθων DAT ἀκάνθῳ ἀκάνθοις ACC ἄκανθον ἀκάνθους VOC ἄκανθε ἄκανθοι
- ἀκανθώδεις
-
- Parse: Adj: Nom/Acc Plur Masc/Fem
- Meaning: full of thorns
- Root: ἀκανθώδης
- ἀκανθώδης
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: full of thorns
- Forms:
- ἀκανθώδη Adj: Acc Sing MFN
- ἀκάρδιος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Adjectival Meaning:
- lacking the heart, heartless, foolish, senseless
- lacking sound judgment, lacking discretion
- Substantival Meaning:
- foolish person, fool
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκάρδιος ἀκάρδιον GEN ἀκαρδίου DAT ἀκαρδίῳ ACC ἀκάρδιον VOC ἀκάρδιε ἀκάρδιον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκάρδιοι ἀκάρδια GEN ἀκαρδίων DAT ἀκαρδίοις ACC ἀκαρδίους ἀκάρδια VOC ἀκάρδιοι ἀκάρδια
- ἀκαριαῖος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: momentary, brief, lasting only a short while
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκαριαῖος ἀκαριαῖον GEN ἀκαριαίου DAT ἀκαριαίῳ ACC ἀκαριαῖον VOC ἀκαριαῖε ἀκαριαῖον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκαριαῖοι ἀκαριαῖα GEN ἀκαριαίων DAT ἀκαριαίοις ACC ἀκαριαίους ἀκαριαῖα VOC ἀκαριαῖοι ἀκαριαῖα
- ἀκαρπία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- unfruitfulness, barrenness
- no return on invested effort, profitless, unproductive
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀκαρπία ἀκαρπίαι GEN ἀκαρπίας ἀκαρπιῶν DAT ἀκαρπίᾳ ἀκαρπίαις ACC ἀκαρπίαν ἀκαρπίας VOC ἀκαρπία ἀκαρπίαι
- ἄκαρπος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: fruitless, without fruit, unfruitful, barren, useless, unproductive, sterile
- Cognates:
ἄκαρπος, ἔγκαρπος, καρπός, κατάκαρπος, πάγκαρπος, πολύκαρπος
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἄκαρος ἄκαρον GEN ἀκάρπου DAT ἀκάρπῳ ACC ἄκαρον VOC ἄκαρε ἄκαρον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἄκαροι ἄκαρα GEN ἀκάρπων DAT ἀκάρποις ACC ἀκάρπους ἄκαρα VOC ἄκαροι ἄκαρα
- ἀκατάγνωστοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc/Fem
- Root: ἀκατάγνωστος
- ἀκατάγνωστον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc/Neut
- Root: ἀκατάγνωστος
- Parse:
- ἀκατάγνωστος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: unblamable, uncondemned, not to be condemned, innocent
- Cognates:
ἄγνωστος, ἀκατάγνωστος, γνωστός, ἐπίγνωστος, εὔγνωστος, συγγνωστός
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάγνωστος ἀκατάγνωστον GEN ἀκαταγνώστου DAT ἀκαταγνώστῳ ACC ἀκατάγνωστον VOC ἀκατάγνωστε ἀκατάγνωστον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάγνωστοι ἀκατάγνωστα GEN ἀκαταγνώστων DAT ἀκαταγνώστοις ACC ἀκαταγνώστους ἀκατάγνωστα VOC ἀκατάγνωστοι ἀκατάγνωστα
- ἀκατακάλυπτον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing MFN
- Root: ἀκατακάλυπτος
- Parse:
- ἀκατακάλυπτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: uncovered, unveiled, hatless, bareheaded
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατακάλυπτος ἀκατακάλυπτον GEN ἀκατακαλύπτου DAT ἀκατακαλύπτῳ ACC ἀκατακάλυπτον VOC ἀκατακάλυπτε ἀκατακάλυπτον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατακάλυπτοι ἀκατακάλυπτα GEN ἀκατακαλύπτων DAT ἀκατακαλύπτοις ACC ἀκατακαλύπτους ἀκατακάλυπτα VOC ἀκατακάλυπτοι ἀκατακάλυπτα
- ἀκατακαλύπτῳ
-
- Parse: Adj: Dat Sing MFN
- Root: ἀκατακάλυπτος
- ἀκατάκριτον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc/Neut
- Root: ἀκατάκριτος
- Parse:
- ἀκατάκριτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: uncondemned, without legal trial
- Cognates:
ἀδιάκριτος, ἀκατάκριτος, ἀνυπόκριτος, ἀσύγκριτος, αὐτοκατάκριτος, κατάκριτος, κριτός
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάκριτος ἀκατάκριτον GEN ἀκατακρίτου DAT ἀκατακρίτῳ ACC ἀκατάκριτον VOC ἀκατάκριτε ἀκατάκριτον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάκριτοι ἀκατάκριτα GEN ἀκατακρίτων DAT ἀκατακρίτοις ACC ἀκατακρίτους ἀκατάκριτα VOC ἀκατάκριτοι ἀκατάκριτα
- ἀκατακρίτους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: ἀκατάκριτος
- ἀκατάληπτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: incomprehensible
- Cognates:
ἀκατάληπτος, ἀνεπίληπτος, ἀπροσωπόληπτος, ἐπίληπτος, καταληπτός, ληπτός, περικατάληπτος
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάληπτος ἀκατάληπτον GEN ἀκαταλήπτου DAT ἀκαταλήπτῳ ACC ἀκατάληπτον VOC ἀκατάληπτε ἀκατάληπτον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάληπτοι ἀκατάληπτα GEN ἀκαταλήπτων DAT ἀκαταλήπτοις ACC ἀκαταλήπτους ἀκατάληπτα VOC ἀκατάληπτοι ἀκατάληπτα
- ἀκαταλήπτῳ
-
- Parse: Adj: Dat Sing MFN
- Root: ἀκατάληπτος
- ἀκατάλυτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: endless, never-ending, indestructible, indissoluble, permanent, perpetual
- Cognates:
ἀδιάλυτος, ἀκατάλυτος, ἀκώλυτος, ἄλυτος, ἄπλυτος, ἐπήλυτος, λυτός, παράλυτος, προσήλυτος
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάλυτος ἀκατάλυτον GEN ἀκαταλύτου DAT ἀκαταλύτῳ ACC ἀκατάλυτον VOC ἀκατάλυτε ἀκατάλυτον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάλυτοι ἀκατάλυτα GEN ἀκαταλύτων DAT ἀκαταλύτοις ACC ἀκαταλύτους ἀκατάλυτα VOC ἀκατάλυτοι ἀκατάλυτα
- ἀκαταλύτου
-
- Parse: Adj: Gen Sing MFN
- Root: ἀκατάλυτος
- ἀκαταλύτους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: ἀκατάλυτος
- ἀκαταμάχητον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing MFN
- Root: ἀκαταμάχητος
- Parse:
- ἀκαταμάχητος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: unconquerable, invincible
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκαταμάχητος ἀκαταμάχητον GEN ἀκαταμαχήτου DAT ἀκαταμαχήτῳ ACC ἀκαταμάχητον VOC ἀκαταμάχητε ἀκαταμάχητον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκαταμάχητοι ἀκαταμάχητα GEN ἀκαταμαχήτων DAT ἀκαταμαχήτοις ACC ἀκαταμαχήτους ἀκαταμάχητα VOC ἀκαταμάχητοι ἀκαταμάχητα
- ἀκατάπαστος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem (alt. spelling)
- Root: ἀκατάπαυστος
- ἀκαταπάστους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: ἀκατάπαυστος
- ἀκατάπαυστος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: unceasing, restless, insatiable
- Note: Alternate spelling: ἀκατάπαστος
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάπαυστος ἀκατάπαυστον GEN ἀκαταπαύστου DAT ἀκαταπαύστῳ ACC ἀκατάπαυστον VOC ἀκατάπαυστε ἀκατάπαυστον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάπαυστοι ἀκατάπαυστα GEN ἀκαταπαύστων DAT ἀκαταπαύστοις ACC ἀκαταπαύστους ἀκατάπαυστα VOC ἀκατάπαυστοι ἀκατάπαυστα
- ἀκαταπαύστους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: ἀκατάπαυστος
- ἀκατάποτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: not to be swallowed
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάποτος ἀκατάποτον GEN ἀκαταπότου DAT ἀκαταπότῳ ACC ἀκατάποτον VOC ἀκατάποτε ἀκατάποτον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάποτοι ἀκατάποτα GEN ἀκαταπότων DAT ἀκαταπότοις ACC ἀκαταπότους ἀκατάποτα VOC ἀκατάποτοι ἀκατάποτα
- ἀκατασκεύαστον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc/Neut
- Root: ἀκατασκεύαστος
- Parse:
- ἀκατασκεύαστος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: not properly constructed, unwrought, unformed, unfurnished, unpolished, not artificial, pristine, unorganized
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατασκεύαστος ἀκατασκεύαστον GEN ἀκατασκευάστου DAT ἀκατασκευάστῳ ACC ἀκατασκεύαστον VOC ἀκατασκεύαστε ἀκατασκεύαστον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατασκεύαστοι ἀκατασκεύαστα GEN ἀκατασκευάστων DAT ἀκατασκευάστοις ACC ἀκατασκευάστους ἀκατασκεύαστα VOC ἀκατασκεύαστοι ἀκατασκεύαστα
- ἀκατασκευάστου
-
- Parse: Adj: Gen Sing MFN
- Root: ἀκατασκεύαστος
- ἀκαταστασία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: tumult, riot, instability, disorder, disruption, commotion, confusion, disturbance, unruliness, turmoil
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀκαταστασία ἀκαταστασίαι GEN ἀκαταστασίας ἀκαταστασιῶν DAT ἀκαταστασίᾳ ἀκαταστασίαις ACC ἀκαταστασίαν ἀκαταστασίας VOC ἀκαταστασία ἀκαταστασίαι
- ἀκαταστασίᾳ
-
- Parse: Noun: Dat Sing Fem
- Root: ἀκαταστασία
- ἀκαταστασίαι
-
- Parse: Noun: Nom Plur Fem
- Root: ἀκαταστασία
- ἀκαταστασίαις
-
- Parse: Noun: Dat Plur Fem
- Root: ἀκαταστασία
- ἀκαταστασίας
-
- Parse:
- Noun: Gen Sing Fem
- Noun: Acc Plur Fem
- Root: ἀκαταστασία
- Parse:
- ἀκαταστατεῖ
-
- Parse:
- Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀκαταστατέω
- Parse:
- ἀκαταστατέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be unstable, be unsettled, be vacillating, be unsafe
- Cognates:
ἀκαταστατέω, ἀποστατέω, ἀστατέω, διχοστατέω, ἐμποδοστατέω, ἐπιστατέω, προστατέω
- Forms:
- ἀκαταστατεῖ Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- ἀκαταστατεῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- ἀκαταστατοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- ἠκαταστάτησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ἀκατάστατον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc/Neut
- Root: ἀκατάστατος
- Parse:
- ἀκατάστατος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: unstable, mentally depressed, inconstant, restless, unsettled
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάστατος ἀκατάστατον GEN ἀκαταστάτου DAT ἀκαταστάτῳ ACC ἀκατάστατον VOC ἀκατάστατε ἀκατάστατον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάστατοι ἀκατάστατα GEN ἀκαταστάτων DAT ἀκαταστάτοις ACC ἀκαταστάτους ἀκατάστατα VOC ἀκατάστατοι ἀκατάστατα
- ἀκαταστατοῦντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: ἀκαταστατέω
- ἀκατάσχετον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc/Neut
- Root: ἀκατάσχετος
- Parse:
- ἀκατάσχετος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: uncontrollable, not to be checked, unruly, unrestrainable
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάσχετος ἀκατάσχετον GEN ἀκατασχέτου DAT ἀκατασχέτῳ ACC ἀκατάσχετον VOC ἀκατάσχετε ἀκατάσχετον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατάσχετοι ἀκατάσχετα GEN ἀκατασχέτων DAT ἀκατασχέτοις ACC ἀκατασχέτους ἀκατάσχετα VOC ἀκατάσχετοι ἀκατάσχετα
- ἀκατασχέτῳ
-
- Parse: Adj: Dat Sing MFN
- Root: ἀκατάσχετος
- ἀκατέργαστον
-
- Parse:
- Adj: Acc Sing MFN
- Adj: Nom Sing Neut
- Root: ἀκατέργαστος
- Parse:
- ἀκατέργαστος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: not cultivated, not yet fully formed, not worked up, not thoroughly baked, unformed
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατέργαστος ἀκατέργαστον GEN ἀκατεργάστου DAT ἀκατεργάστῳ ACC ἀκατέργαστον VOC ἀκατέργαστε ἀκατέργαστον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀκατέργαστοι ἀκατέργαστα GEN ἀκατεργάστων DAT ἀκατεργάστοις ACC ἀκατεργάστους ἀκατέργαστα VOC ἀκατέργαστοι ἀκατέργαστα
- ἄκαυστος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: unburnt, unquenchable, not liable to go out
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἄκαυστος ἄκαυστον GEN ἀκαύστου DAT ἀκαύστῳ ACC ἄκαυστον VOC ἄκαυστε ἄκαυστον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἄκαυστοι ἄκαυστα GEN ἀκαύστων DAT ἀκαύστοις ACC ἀκαύστους ἄκαυστα VOC ἄκαυστοι ἄκαυστα
- ἀκαυχησία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: without boasting
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀκαυχησία ἀκαυχησίαι GEN ἀκαυχησίας ἀκαυχησιῶν DAT ἀκαυχησίᾳ ἀκαυχησίαις ACC ἀκαυχησίαν ἀκαυχησίας VOC ἀκαυχησία ἀκαυχησίαι