παραινέσαντος
παραινέσας
παραίνεσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπαραίνεσιςπαραινέσεις
GENπαραινέσεωςπαραινέσεων
DATπαραινέσειπαραινέσεσι(ν)
ACCπαραίνεσι(ν)παραινέσεις
παραινέω
παραινῶ
παραιρέω
παραιτεῖσθαι
παραιτέομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to ask for, request, beg, intercede for
    • to beg forgiveness for
    • to decline, reject, refuse someone, refuse to do something to someone
    • to plead with
    • to reject, avoid, shun
    • to get excused from
  • Cognates:

    αἰτέω, ἀπαιτέω, διαιτέω, ἐκδιαιτέω, ἐξαιτέομαι, ἐξαιτέω, ἐπαιτέω, παραιτέομαι, παραιτέω, προσαιτέω

  • Forms:
    • παραιτεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • παραιτησάμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
    • παραιτήσησθε Verb: Aor Mid Subj 2nd Plur
    • παραιτοῦ Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
    • παραιτοῦμαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
    • παρητημένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
    • παρητημένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
    • παρητήσαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
    • παρητοῦντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
παραιτέω
παραιτησάμενοι
παραιτήσασθαι
παραιτήσησθε
παραιτητής
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: intercessor
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMπαραιτητήςπαραιτηταί
GENπαραιτητοῦπαραιτητῶν
DATπαραιτητῇπαραιτηταῖς
ACCπαραιτητήνπαραιτητάς
VOCπαραιτητάπαραιτηταί
παραίτιος
παραιτοῦ
παραιτοῦμαι
παραιτούμενος