- ἀνθαιρεῖσθε
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Plur
- Root: ἀνθαιρέω
- ἀνθαιρέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to choose, choose rather than (something, someone else)
- Cognates:
αἱρέω, ἀκαιρέομαι, ἀναιρέω, ἀνθαιρέω, ἀνθυφαιρέω, ἀνταναιρέω, ἀφαιρέω, διαιρέω, ἐκαιρέω, ἐξαιρέω, ἐπαναιρέω, ἐπιδιαιρέω, καθαιρέω, καταδιαιρέω, παραιρέω, περιαιρέω, προαιρέω, ὑπεξαιρέω, ὑφαιρέω
- Forms:
- ἀνθαιρεῖσθε Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Plur
- ἀνθειστήκει
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθέμιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: flower, small flower, with flowers
- Cognates:
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM ἀνθέμιον ἀνθέμια GEN ἀνθεμίου ἀνθεμίων DAT ἀνθεμίῳ ἀνθεμίοις ACC ἀνθέμιον ἀνθέμια
- ἀνθέστηκας
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 2nd Sing
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθεστήκασιν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθέστηκεν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθεστηκότα
-
- Parse:
- Part: Perf Act Acc Sing Masc
- Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
- Root: ἀνθίστημι
- Parse:
- ἀνθεστηκότας
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Plur Masc
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθεστηκότες
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Plur Masc
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθεστηκότων
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθεστηκώς
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Sing Masc
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to bloom, flourish, blossom; to flower
- Cognates:
- Forms:
- ἀνθοῦσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
- ἀνθείτω Verb: Pres Act Imperative 3rd Sing
- ἀνθήσαι Verb: Aor Act Infin
- ἀνθήσαι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- ἀνθῆσαν Part: Aor Act Nom/Acc Sing Neut
- ἀνθήσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- ἀνθήσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- ἀνθήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- ἤνθηκεν Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
- ἤνθησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ἤνθησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- ἀνθηρός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: splendid, brilliant
- ἄνθινος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: like flowers, of flowers
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἄνθινος ἀνθίνη ἄνθινον GEN ἀνθίνου ἀνθίνης ἀνθίνου DAT ἀνθίνῳ ἀνθίνῃ ἀνθίνῳ ACC ἄνθινον ἀνθίνην ἄνθινον VOC ἄνθινε ἀνθίνη ἄνθινε Plural Masc Fem Neut NOM ἄνθινοι ἄνθιναι ἄνθινα GEN ἀνθίνων ἀνθίνων ἀνθίνων DAT ἀνθίνοις ἀνθίναις ἀνθίνοις ACC ἀνθίνους ἀνθίνας ἄνθινα VOC ἄνθινοι ἄνθιναι ἄνθινα
- ἀνθιστάμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Meaning: to set against
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθίστανται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθίστασθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: ἀνθίστημι
- ἀνθίστημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to resist, oppose, stand against, withstand
- to stand in opposition, match wits, cope with, outdo
- to set against (someone, something)
- to withstand (someone else's anger)
- to emerge to replace
- to rise (in rebellion); rise (in opposition)
- Middle Meaning:
- to outweigh, stand against, withstand, resist
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- Forms:
- ἀνθομολογέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to confess in turn, confess freely, confess openly
- to admit fault, admit openly
- to give formal consent (to a request)
- to give thanks, respond in praise
- to make a mutual agreement
- Cognates:
ἀλογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀνθομολογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀπολογέομαι, βαττολογέω, γενεαλογέω, δευτερολογέω, δοξολογέω, ἐλαιολογέω, ἐλλογέω, ἐνευλογέω, ἐξομολογέω, ἐπικαρπολογέω, ἐπιρρωγολογέομαι, εὐλογέω, ἠθολογέω, καθομολογέω, κακολογέω, κατευλογέω, κενολογέω, κοινολογέομαι, ξενολογέω, ὁμολογέω, ὁπλολογέω, προεξομολογέω, προεξομολογέομαι, σεμνολογέω, στρατολογέω, συναρμολογέω, συνομολογέω, φορολογέω, χρησμολογέω, ψευδολογέω, ψηφολογέω
- Forms:
- ἀνθωμολογεῖτο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- ἀνθωμολογήσατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- ἀνθομολογέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to return thanks
- to make a mutual agreement
- to confess freely and openly
- Cognates:
ἀλογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀνθομολογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀπολογέομαι, βαττολογέω, γενεαλογέω, δευτερολογέω, δοξολογέω, ἐλαιολογέω, ἐλλογέω, ἐνευλογέω, ἐξομολογέω, ἐπικαρπολογέω, ἐπιρρωγολογέομαι, εὐλογέω, ἠθολογέω, καθομολογέω, κακολογέω, κατευλογέω, κενολογέω, κοινολογέομαι, ξενολογέω, ὁμολογέω, ὁπλολογέω, προεξομολογέω, προεξομολογέομαι, σεμνολογέω, στρατολογέω, συναρμολογέω, συνομολογέω, φορολογέω, χρησμολογέω, ψευδολογέω, ψηφολογέω
- Forms:
- ἀνθομολογοῦμαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- ἀνθομολογούμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- ἀνθομολογήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- ἀνθομολογησόμεθα Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
- ἀνθομολογήσει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: ἀνθομολογέω
- ἀνθομολόγησιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: ἀνθομολόγησις
- ἀνθομολόγησις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: thanksgiving, mutual agreement
- Cognates:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀνθομολόγησις ἀνθομολογήσεις GEN ἀνθομολογήσεως ἀνθομολογήσεων DAT ἀνθομολογήσει ἀνθομολογήσεσι(ν) ACC ἀνθομολόγησι(ν) ἀνθομολογήσεις
- ἀνθομολογησόμεθα
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
- Root: ἀνθομολογέω
- ἀνθομολογοῦμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: ἀνθομολογέω
- ἀνθομολογούμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: ἀνθομολογέω
- ἄνθος
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- a blossom, flower
- a shoot
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM ἄνθος ἄνθη GEN ἄνθους ἀνθῶν DAT ἄνθῳ ἄνθεσι(ν) ACC ἄνθος ἄνθη
- ἀνθρακεύς
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: charcoal-maker
Masculine Noun Singular Plural NOM ἀνθρακεύς ἀνθρακεῖς GEN ἀνθρακέως ἀνθρακέων DAT ἀνθρακεῖ ἀνθρακεῦσι(ν) ACC ἀνθρακέα ἀνθρακέας
(ἀνθρακεῖς)VOC ἀνθρακεῦ ἀνθρακεῖς
- ἀνθρακιά
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- charcoal fire, bed of charcoals, a bed of burning coals
- hot embers, fire of coals
- burning charcoal, fireplace
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀνθρακιά ἀνθρακιαί GEN ἀνθρακιᾶς, ἀνθρακιάς ἀνθρακιῶν DAT ἀνθρακιᾷ ἀνθρακιαῖς ACC ἀνθρακιάν ἀνθρακιάς VOC ἀνθρακιά ἀνθρακιαί, ἀνθρακιᾶς
- ἀνθράκινον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc/Neut
- Root: ἀνθράκινος
- Parse:
- ἀνθράκινος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: of carbuncle; bright red gem such as a garnet
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἀνθράκινος ἀνθρακίνη ἀνθράκινον GEN ἀνθρακίνου ἀνθρακίνης ἀνθρακίνου DAT ἀνθρακίνῳ ἀνθρακίνῃ ἀνθρακίνῳ ACC ἀνθράκινον ἀνθρακίνην ἀνθράκινον VOC ἀνθράκινε ἀνθρακίνη ἀνθράκινε Plural Masc Fem Neut NOM ἀνθράκινοι ἀνθράκιναι ἀνθράκινα GEN ἀνθρακίνων ἀνθρακίνων ἀνθρακίνων DAT ἀνθρακίνοις ἀνθρακίναις ἀνθρακίνοις ACC ἀνθρακίνους ἀνθρακίνας ἀνθράκινα VOC ἀνθράκινοι ἀνθράκιναι ἀνθράκινα
- ἄνθραξ
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- charcoal, coal, ember, live coal, coal of fire
- ruby, garnet, carbuncle, bdellium, any red gem
- Forms:
Masculine Noun Singular Plural NOM ἄνθραξ ἄνθρακες GEN ἄνθρακος ἀνθράκων DAT ἄνθρακι ἄνθραξι(ν) ACC ἄνθρακα ἄνθρακας VOC ἄνθραξ ἄνθρακες
- ἀνθρωπαρεσκέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be a man-pleaser, court the favour of men
- Forms:
- ἀνθρωπαρεσκῆσαι Verb: Aor Act Infin
- ἀνθρωπαρεσκῆσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: ἀνθρωπαρεσκέω
- Parse:
- ἀνθρωπάρεσκοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Root: ἀνθρωπάρεσκος
- ἀνθρωπαρέσκοις
-
- Parse: Noun: Dat Plur Masc
- Root: ἀνθρωπάρεσκος
- ἀνθρωπάρεσκον
-
- Parse: Noun: Acc Sing Masc
- Root: ἀνθρωπάρεσκος
- ἀνθρωπάρεσκος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Adjectival Meaning:
- fawning, flattering
- Substantival Meaning:
- a man-pleaser, flatterer, sycophant, "yes man"
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωπάρεσκος ἀνθρωπάρεσκον GEN ἀνθρωπαρέσκου DAT ἀνθρωπαρέσκῳ ACC ἀνθρωπάρεσκον VOC ἀνθρωπάρεσκε ἀνθρωπάρεσκον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωπάρεσκοι ἀνθρωπάρεσκα GEN ἀνθρωπαρέσκων DAT ἀνθρωπαρέσκοις ACC ἀνθρωπαρέσκους ἀνθρωπάρεσκα VOC ἀνθρωπάρεσκοι ἀνθρωπάρεσκα
- ἀνθρωπαρέσκων
-
- Parse: Noun: Gen Plur Masc
- Root: ἀνθρωπάρεσκος
- ἀνθρώπινα
-
- Parse:
- Adj: Nom/Acc Plur Neut
- Root: ἀνθρώπινος
- Parse:
- ἀνθρωπίνη
-
- Parse: Adj: Nom Sing Fem
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρωπίνῃ
-
- Parse: Adj: Dat Sing Fem
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρωπίνην
-
- Parse: Adj: Acc Sing Fem
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρωπίνης
-
- Parse: Adj: Gen Sing Fem
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρώπινοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρώπινον
-
- Parse:
- Adj: Nom/Acc Sing Neut
- Root: ἀνθρώπινος
- Parse:
- ἀνθρώπινος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- human, common to man, man, mankind, after the manner of men
- humane
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἀνθρώπινος ἀνθρωπίνη ἀνθρώπινον GEN ἀνθρωπίνου ἀνθρωπίνης ἀνθρωπίνου DAT ἀνθρωπίνῳ ἀνθρωπίνῃ ἀνθρωπίνῳ ACC ἀνθρώπινον ἀνθρωπίνην ἀνθρώπινον Plural Masc Fem Neut NOM ἀνθρώπινοι ἀνθρώπιναι ἀνθρώπινα GEN ἀνθρωπίνων DAT ἀνθρωπίνοις ἀνθρωπίναις ἀνθρωπίνοις ACC ἀνθρωπίνους ἀνθρωπίνας ἀνθρώπινα
- ἀνθρωπίνου
-
- Parse: Adj: Gen Sing MFN
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρωπίνους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc/Fem
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρωπίνῳ
-
- Parse: Adj: Dat Sing MFN
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρωπίνων
-
- Parse: Adj: Gen Plur MFN
- Root: ἀνθρώπινος
- ἀνθρωπίνως
-
- Parse: Adverb
- Meaning: as a man, in a human form
- ἀνθρωποκτόνος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: murderer, manslayer, homicide
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωποκτόνος ἀνθρωποκτόνον GEN ἀνθρωποκτόνου DAT ἀνθρωποκτόνῳ ACC ἀνθρωποκτόνον VOC ἀνθρωποκτόνε ἀνθρωποκτόνον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωποκτόνοι ἀνθρωποκτόνα GEN ἀνθρωποκτόνων DAT ἀνθρωποκτόνοις ACC ἀνθρωποκτόνους ἀνθρωποκτόνα VOC ἀνθρωποκτόνοι ἀνθρωποκτόνα
- ἀνθρωπόμορφος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: in human form
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωπόμορφος ἀνθρωπόμορφον GEN ἀνθρωπομόρφου DAT ἀνθρωπομόρφῳ ACC ἀνθρωπόμορφον VOC ἀνθρωπόμορφε ἀνθρωπόμορφον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωπόμορφοι ἀνθρωπόμορφα GEN ἀνθρωπομόρφων DAT ἀνθρωπομόρφοις ACC ἀνθρωπομόρφους ἀνθρωπόμορφα VOC ἀνθρωπόμορφοι ἀνθρωπόμορφα
- ἀνθρωπομόρφων
-
- Parse: Adj: Gen Plur MFN
- Root: ἀνθρωπόμορφος
- ἀνθρωποποιέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to make by humans
- Cognates:
ἀγαθοποιέω, ἀναποιέω, ἀνθρωποποιέω, ἀντιποιέω, ἀποποιέω, εἰρηνοποιέω, ἐκποιέω, ἐμποιέω, ἐννοσσοποιέω, ζωοποιέω, ἰδιοποιέω, ἰσχυροποιέω, κακοποιέω, καλοποιέω, μοσχοποιέω, μυθοποιέω, νοσσοποιέω, ὁδοποιέω, ὀλιγοποιέω, ὁπλοποιέω, ὀχλοποιέω, παιδοποιέω, παραποιέω, περιποιέω, πιστοποιέω, ποιέω, προσποιέω, συζωοποιέω, συμποιέω, σωματοποιέω, τεκνοποιέω, φανεροποιέω
- Forms:
- ἀνθρωποποίητον Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
- ἀνθρωποποίητον
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
- Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: ἀνθρωποποιέω
- Parse:
- ἀνθρωποποίητος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: man-made
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωποποίητος ἀνθρωποποίητον GEN ἀνθρωποποιήτου DAT ἀνθρωποποιήτῳ ACC ἀνθρωποποίητον VOC ἀνθρωποποίητε ἀνθρωποποίητον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀνθρωποποίητοι ἀνθρωποποίητα GEN ἀνθρωποποιήτων DAT ἀνθρωποποιήτοις ACC ἀνθρωποποιήτους ἀνθρωποποίητα VOC ἀνθρωποποίητοι ἀνθρωποποίητα
- ἄνθρωπος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- a person, man, a human being
- in an address: friend
- plural generic: people, fellow men
- κατὰ ἄνθρωπον: in a human way, humanly, from a human viewpoint, from a human perspective, from a human source, like a mere man, like fallible or unreliable mankind
Concord of κατὰ ἄνθρωπον:NT: Rom 3:5; 1Cor 3:3; 9:8; 15:32; Gal 1:11; 3:15; 1Pet 4:6
Masculine Noun Singular Plural NOM ἄνθρωπος ἄνθρωποι GEN ἀνθρώπου ἀνθρώπων DAT ἀνθρώπῳ ἀνθρώποις ACC ἄνθρωπον ἀνθρώπους VOC ἄνθρωπε ἄνθρωποι
- ἀνθρωπότης
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: abstract humanity
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀνθρωπότης ἀνθρωπότητες GEN ἀνθρωπότητος ἀνθρωποτήτων DAT ἀνθρωπότητι ἀνθρωπότησι(ν) ACC ἀνθρωπότητα ἀνθρωπότητας VOC ἀνθρωπότης ἀνθρωπότητες
- ἀνθρωπότητος
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: ἀνθρωπότης
- ἀνθυπατεύοντος
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Note: Crasis of ἀνθυπάτου ὄντος
- Root: ἀνθυπατεύω
- ἀνθυπατεύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be the deputy, act as proconsul
- Forms:
- ἀνθυπατεύοντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- ἀνθύπατος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: deputy, Roman proconsul
Masculine Noun Singular Plural NOM ἀνθύπατος ἀνθύπατοι GEN ἀνθυπάτου ἀνθυπάτων DAT ἀνθυπάτῳ ἀνθυπάτοις ACC ἀνθύπατον ἀνθυπάτους VOC ἀνθύπατε ἀνθύπατοι
- ἀνθυπερβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw over (a target), overshoot, out do
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀνθυποβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw/place underneath (something) (e.g., lay a blanket/carpet under something)
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἀνθυποτιθείς
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
- Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Meaning: to place under
- Root: ἀνθυποτίθημι
- Parse:
- ἀνθυποτίθημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to place under
- ἀνθυφαιρεθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀνθυφαιρέω
- ἀνθυφαιρέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to deduct, take away again, take away in turn
- Passive Meaning:
- to be taken in turn
- to be deducted
- Cognates:
αἱρέω, ἀκαιρέομαι, ἀναιρέω, ἀνθαιρέω, ἀνθυφαιρέω, ἀνταναιρέω, ἀφαιρέω, διαιρέω, ἐκαιρέω, ἐξαιρέω, ἐπαναιρέω, ἐπιδιαιρέω, καθαιρέω, καταδιαιρέω, παραιρέω, περιαιρέω, προαιρέω, ὑπεξαιρέω, ὑφαιρέω
- Forms:
- ἀνθυφαιρεθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- ἀνθωμολογεῖτο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἀνθομολογέομαι
- ἀνθωμολογήσατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: ἀνθομολογέομαι