- παρεκάθισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παρακαθίζω
- παρεκάθισε, παρεκάθισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παρακαθίζω
- παρεκάλεσα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: παρακαλέω
- παρεκάλεσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παρακαλέω
- παρεκάλεσας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: παρακαλέω
- παρεκάλεσε, παρεκάλεσεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παρακαλέω
- παρεκαλοῦμεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 1st Plur
- Root: παρακαλέω
- παρεκάλουν
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: παρακαλέω
- Parse:
- παρεκάλυπτον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: παρακαλύπτω
- Parse:
- παρεκατέθετο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: παρακάθημαι
- παρεκατετιθέμην
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: παρακατατίθημι
- παρεκβαίνει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: παρεκβαίνω
- παρεκβαίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to go beyond, transgress, overstepping, encroaching
- Cognates:
βαίνω, ἀναβαίνω, ἀποβαίνω, διαβαίνω, ἐκβαίνω, ἐμβαίνω, ἐπιβαίνω, καταβαίνω, μεταβαίνω, παραβαίνω, παρεκβαίνω, προβαίνω, συγκαταβαίνω, συμβαίνω, συναναβαίνω, ὑπερβαίνω
- Forms:
- παρεκβαίνει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- παρεκβαίνων Part: Pres Act Nom Sing Masc
- παρεκβαίνων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: παρεκβαίνω
- παρεκβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw out
- Note: Like ἐκβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- παρεκβάσεως
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: παρέκβασις
- παρέκβασις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: transgression, deviation from, digression, going aside from
- Cognates:
ἀνάβασις, βάσις, διάβασις, ἔκβασις, ἐπίβασις, κατάβασις, παράβασις, παρέκβασις, προσανάβασις, πρόσβασις
Feminine Noun Singular Plural NOM παρέκβασις παρεκβάσεις GEN παρεκβάσεως παρεκβάσεων DAT παρεκβάσει παρεκβάσεσι(ν) ACC παρέκβασι(ν) παρεκβάσεις
- παρεκδεξάμενον
-
- Parse:
- Part: Aor Mid Nom/Acc Sing Neut
- Part: Aor Mid Acc Sing Masc
- Root: παρεκδέχομαι
- Parse:
- παρεκδέχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to misunderstand (i.e., to take or understand out from a certain sense)
- Cognates:
ἀναδέχομαι, ἀπεκδέχομαι, ἀποδέχομαι, δέχομαι, διαδέχομαι, εἰσδέχομαι, ἐκδέχομαι, ἐνδέχομαι, ἐπιδέχομαι, καταδέχομαι, παραδέχομαι, παρεκδέχομαι, προσδέχομαι, ὑποδέχομαι
- Forms:
- παρεκδεξάμενον Part: Aor Mid Nom/Acc Sing Neut
- παρεκδεξάμενον Part: Aor Mid Acc Sing Masc
- παρεκέλευε, παρεκέλευεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: παρακελεύω
- παρεκελευσα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: παρακελεύω
- παρεκλείπω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to leave out, fail, be exhausted
- Cognates:
ἀπολείπω, διαλείπω, ἐγκαταλείπω, ἐκλείπω, ἐλλείπω, ἐπιλείπω, καταλείπω, λείπω, παραλείπω, παρεκλείπω, περιλείπω, προσκαταλείπω, ὑπολείπω
- Forms:
- παρεξέλιπε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- παρέκλεισε, παρέκλεισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παρακλείω
- παρεκλήθημεν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 1st Plur
- Root: παρακαλέω
- παρεκλήθην
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
- Root: παρακαλέω
- παρεκλήθης
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 2nd Sing
- Root: παρακαλέω
- παρεκλήθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: παρακαλέω
- παρεκομίζετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: παρακομίζω
- παρεκρούσατο
-
- Parse: Verb: 1Aor Mid Imperative 3rd Sing
- Root: παρακρούω
- παρεκτεῖνον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
- Root: παρεκτείνω
- Parse:
- παρεκτείνου
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
- Root: παρεκτείνω
- παρεκτείνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to extend to
- to stretch out and reach
- to stretch out in line
- Middle Meaning:
- to measure oneself with
- to compare oneself with
- Cognates:
ἀνατείνω, ἀποτείνω, διατείνω, ἐκτείνω, ἐντείνω, ἐπεκτείνω, ἐπιτείνω, κατατείνω, παρατείνω, παρεκτείνω, προσεπικατατείνω, προτείνω, τείνω, ὑπερεκτείνω
- Forms:
- παρεκτεῖνον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- παρεκτεῖνον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- παρεκτείνου Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
- παρεκτός
-
- Parse: Adverb
- Meaning: except, saving, without, near outside, i.e., besides
- παρεκφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to bring (to a place)
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω