- παρείθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: παρίημι
- παρείλημμαι
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: παραλαμβάνω
- παρειληφέναι
-
- Parse: Verb: Perf Act Infin
- Root: παραλαμβάνω
- παρειληφότος
-
- Parse: Part: Perf Act Gen Sing Masc/Neut
- Meaning: to receive from
- Root: παραλαμβάνω
- παρειμέναι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
- Root: παρίημι
- παρειμέναις
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Dat Plur Fem
- Root: παρίημι
- παρειμένας
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
- Root: παρίημι
- παρειμένοι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
- Meaning: to admit, permit
- Root: παρίημι
- παρειμένος
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: παρίημι
- παρειμένους
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: παρίημι
- πάρειμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning #1: (based on εἰμί and infinitive: εἶναι)
- to be present (e.g., I am here)
- to be along side as a companion of
- to come here (e.g., men have come here, viz. Act 17:6)
- to have arrived
- to be possible
- to have something (when followed by τίς, e.g., 2Pet 1:9)
- ἐφ’ ὃ πάρει
ἐφ’ ὃ πάρει
Do what you have come to do (Matt 26:50)
- ----------
- Meaning #2: (based on εἶμι and infinitive ἰέναι)
- to happen to pass by; to neglect
- Concord:
NT: Luke 11:42
LXX: Prov 9:15; 15:10
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _
- Cognates:
ἄνειμι, ἄπειμι, εἰμί, εἶμι, εἴσειμι, ἔνειμι, ἔπειμι, ἔξειμι, κάτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, συμπάρειμι, συμπρόσειμι, συνάντειμι, σύνειμι
- Forms:
- παρεισάγω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to bring in privately, lead in aside, bring forward
- to introduce (surreptitiously)
- Cognates:
ἄγω, ἀνάγω, ἄγω, ἀντιπαράγω, ἀπάγω, ἀποσυνάγω, διάγω, διεξάγω, εἰσάγω, ἐπάγω, ἐπανάγω, ἐπισυνάγω, ἐξάγω, κατάγω, μετάγω, παράγω, παρεισάγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, ῥοσάγω, συνάγω, συναπάγω, ὑπάγω, ὑπεράγω
- Forms:
- παρεισάξουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- παρείσακτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: creep in unawares, smuggled in, infiltrated
- Forms:
- παρεισάκτους Adj: Acc Plur Masc
- παρεισάκτους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: παρείσακτος
- παρεισάξουσι, παρεισάξουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεισάγω
- παρεισβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw into
- Note: Like εἰσβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- παρεισδύνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to slip in stealthily
- to creep in unawares
- to sneak in unnoticed
- to settle in alongside
- to infiltrate surreptitiously
- Cognates:
βραδύνω, διαδύνω, δύνω, εἰσδύνω, ἐκδύνω, ἐνδύνω, ἐπιδύνω, παρεισδύνω
- Forms:
- παρεισεδύησαν Verb: 2Aor Pass Ind 3rd Plur
- παρεισέδυσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- παρείσδυσιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: παρείσδυσις
- παρείσδυσις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: slipping in, sneaking in
- Cognates:
ἀνάδυσις, ἀπέκδυσις, δύσις, ἔνδυσις, καταδύσις, παρείσδυσις,
Feminine Noun Singular Plural NOM παρείσδυσις παρεισδύσεις GEN παρεισδύσεως παρεισδύσεων DAT παρεισδύσει παρεισδύσεσι(ν) ACC παρείσδυσι(ν) παρεισδύσεις
- παρεισεδύησαν
-
- Parse: Verb: 2Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: παρεισδύνω
- παρεισέδυσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεισδύνω
- παρεισενέγκαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: παρεισφέρω
- παρεισέρχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to infiltrate surreptitiously
- to slip in, come in (as a side issue)
- to sneak in, slip in (with unworthy motives)
- Cognates:
ἀνέρχομαι, ἀντανέρχομαι, ἀντιπαρέρχομαι, ἀπέρχομαι, διέρχομαι, διεξέρχομαι, εἰσέρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπεισέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπεξέρχομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρεισέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι, συνεισέρχομαι, συνεπέρχομαι, συνέρχομαι, συνεξέρχομαι, ὑπέρχομαι, ὑπεξέρχομαι
- Forms:
- παρεισῆλθε(ν) Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- παρεισῆλθον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- παρεισῆλθε, παρεισῆλθεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παρεισέρχομαι
- παρεισῆλθον
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παρεισέρχομαι
- παρεισήχθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Meaning: to lead in alongside
- Root: παρεισάγω
- παρείσθωσαν
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Imperative 3rd Plur
- Root: παρίημι
- παρεισπορεύομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to enter, infiltrate
- Cognates:
διαπορεύομαι, εἰσπορεύομαι, ἐκπεριπορεύομαι, ἐκπορεύομαι, ἐμπορεύομαι, ἐπιπορεύομαι, καταπορεύομαι, παραπορεύομαι, παρεισπορεύομαι, περιπορεύομαι, πορεύομαι, προπορεύομαι, προσπορεύομαι, συμπορεύομαι, συμπροπορεύομαι, συνεκπορεύομαι
- Forms:
- παρεισπορευόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- παρεισπορευόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: παρεισπορεύομαι
- παρειστήκει
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 3rd Sing
- Root: παρίστημι
- παρειστήκεισαν
-
- Parse: Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
- Root: παρίστημι
- παρεισφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to apply, bring to bear, make an effort
- to bring in alongside
- to add to
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω
- Forms:
- παρεισενέγκαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc