- συνδεδεμένα
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: συνδέω
- συνδεδεμένοι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: συνδέω
- συνδεδεμένος
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: συνδέω
- συνδείπνει
-
- Parse: Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
- Root: συνδειπνέω
- συνδειπνέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to eat together with, dine together
- Cognates:
- Forms:
- συνδείπνει Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
- συνδειπνοῦσιν Part: Pres Act Dat Plur Masc
- συνδειπνῆσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- Root: συνδειπνέω
- Parse:
- σύνδειπνοι
-
- Parse: Noun: Nom Plur Masc
- Root: σύνδειπνος
- σύνδειπνος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: a dinner companion
- Cognates:
Masculine Noun Singular Plural NOM σύνδειπνος σύνδειπνοι GEN συνδείπνου συνδείπνων DAT συνδείπνῳ συνδείπνοις ACC σύνδειπνον συνδείπνους VOC σύνδειπνε σύνδειπνοι
- συνδείπνους
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc/Fem
- Root: σύνδειπνος
- συνδειπνοῦσι, συνδειπνοῦσιν
-
- Parse: Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
- Root: συνδειπνέω
- σύνδενδρον
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing MFN
- Root: σύνδενδρος
- Parse:
- σύνδενδρος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: forested, covered with trees
- Cognates:
- Forms:
- σύνδενδρον Adj: Acc Sing Masc/Fem
- σύνδενδρον Adj: Nom/Acc Sing Neut
- σύνδεσμος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- a bond (that holds things together)
- a bond (uniting in peace)
- a bond (that hinders), fetter
- a difficult problem
- conspiracy
- Cognates:
ἀπόδεσμος, δεσμός, ἔνδεσμος, καταδέσμος, σιδηρόδεσμος, σύνδεσμος
Masculine Noun Singular Plural NOM σύνδεσμος σύνδεσμοι GEN συνδέσμου συνδέσμων DAT συνδέσμῳ συνδέσμοις ACC σύνδεσμον συνδέσμους VOC σύνδεσμε σύνδεσμοι
- συνδέσμους
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc
- Root: σύνδεσμος
- συνδέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to fasten (something) to (something)
- to bind together
- to bind tight, bind up
- Passive Meaning:
- to be bound (together) with (someone)
- to be joined closely in prayer together
- to form a close union
- Cognates:
αἰδέομαι, ἀναδέω, ἀποδέω, δέομαι, δέω, διαδέω, ἐκδέω, ἐνδέομαι, ἐνδέω, ἐξοιδέω, ἐπιδέω, καταδέω, καταιδέομαι, ληρωδέω, μελῳδέω, ὀρθοποδέω, περιδέω, προσδέομαι, προσδέω, συνδέω, ὑμνῳδέω, ὑποδέω, ψαλτῳδέω
- Forms:
- συνδιαβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to cross together
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συνδιαιτάομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to live together with
- συνδιαιτᾶσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: συνδιαιτάομαι
- συνδιδασκαλίταις
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc
- Root: συνδιδασκαλίτης
- συνδιδασκαλίτης
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: fellow-pupil, fellow-disciple
- Forms:
Masculine Singular Plural NOM συνδιδασκαλίτης συνδιδασκαλίται GEN συνδιδασκαλίτου συνδιδασκαλιτῶν DAT συνδιδασκαλίτῃ συνδιδασκαλίταις ACC συνδιδασκαλίτην συνδιδασκαλίτας
- συνδιεκβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw out
- Note: Like ἐκβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συνδιῃτᾶτο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συνδιαιτάομαι
- συνδιώξαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: συνδιώκω
- συνδούλοις
-
- Parse: Noun: Dat Plur Masc
- Root: σύνδουλος
- σύνδουλος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: a co-slave, fellow servant
- Cognates:
Masculine Noun Singular Plural NOM σύνδουλος σύνδουλοι GEN συνδούλου συνδούλων DAT συνδούλῳ συνδούλοις ACC σύνδουλον συνδούλους VOC σύνδουλε σύνδουλοι
- συνδούλους
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc
- Root: σύνδουλος
- συνδοξασθῶμεν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Subj 1st Plur
- Root: συνδοξάζω
- συνδοξάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to join with others in glorifying
- to join with others in praising (someone)
- Passive Meaning:
- to be glorified with (someone)
- Cognates:
- Forms:
- συνδοξάσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- συνδοξασθῶμεν Verb: Aor Pass Subj 1st Plur
- συνδραμόντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: συντρέχω
- συνδραμοῦνται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: συντρέχω
- συνδρομή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- a mob of people running together
- a forming of a mob, forming a crowd
- Cognates:
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM συνδρομή συνδρομαί GEN συνδρομῆς συνδρομῶν DAT συνδρομῇ συνδρομαῖς ACC συνδρομήν συνδρομάς VOC συνδρομή συνδρομαί
- συνδυάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to join two by two
- to couple
- to pair up
- to be joined with (someone)
- to be in collusion
- to act in unison with
- Forms:
- συνδυάσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing