- παρεπέσαμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 1st Plur
- Root: παραπίπτω
- παρεπήδησε, παρεπήδησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παραπηδάω
- παρεπιβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw upon
- Note: Like ἐπιβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- παρεπιδείκνυμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to point out in addition
- to exhibit out of season
- to make a display
- to point out at the same time
- Cognates:
ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω, ἀποδείκνυμι, δεικνύω, ἐνδείκνυμι, ἐνδεικνύω, ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικνύω, καταδεικνύω, παραδεικνύω, παρεπιδείκνυμι, προαποδείκνυμι, προσυποδείκνυμι, προϋποδείκνυμι, ὑποδείκνυμι, ὑποδεικνύω
- Forms:
- παρεπιδεικνύς Part: Pres Act Nom Sing Masc
- παρεπιδεικνύς
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: παρεπιδείκνυμι
- παρεπιδημεῖν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Meaning: to stay for a short time
- Root: παρεπιδημέω
- παρεπιδημέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to stay (for a short time)
- to be at home, live at home
- Cognates:
- Forms:
- παρεπιδημήσας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- παρεπιδημήσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
- παρεπιδημήσας
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: παρεπιδημέω
- Parse:
- παρεπίδημοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Root: παρεπίδημος
- παρεπιδήμοις
-
- Parse: Adj: Dat Plur Masc/Neut
- Root: παρεπίδημος
- παρεπίδημος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Adjectival Meaning:
- staying, sojourning
- Substantival Meaning:
- migrant, temporary resident
- someone who doesn't own property or have the rights of a citizen
- visitor, tourist
- immigrant, exile
- foreigner
- stranger
- pilgrim
- Cognates:
- Forms:
- παρεπίδημοι Adj: Nom Plur Masc
- παρεπιδήμοις Adj: Dat Plur Masc/Neut
- παρεπιδήμους Adj: Acc Plur Masc
- παρεπιδήμους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: παρεπίδημος
- παρεπίκρανα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: παραπικραίνω
- παρεπίκραναν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παραπικραίνω
- παρεπίκρανας
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: παραπικραίνω
- παρεπίκρανε
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παραπικραίνω
- παρεπικράνθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: παραπικραίνω
- παρέπομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to accompany, attend
- Forms:
- παρεπόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- παρεπορεύετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: παραπορεύομαι
- παρεπορεύθημεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Pass Ind 1st Plur
- Root: παραπορεύομαι
- παρεπορεύοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: παραπορεύομαι