παράπαν
  • Parse: Adverb
  • Meaning:
    • altogether, absolutely, completely, entirely
    • Negative: (not) at all
παραπέμποι
παραπέμποντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: παραπέμπω
παραπέμποντας
παραπέμπω
παραπέμψας
παραπεποιημένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: παραποιέω
παραπέπτωκας
παραπεσάτω
παραπεσεῖν
παραπέσητε
παραπεσόντας
παραπέτασμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMπαραπέτασμαπαραπετάσματα
GENπαραπετάσματοςπαραπετασμάτων
DATπαραπετάσματιπαραπετάσμασι(ν)
ACCπαραπέτασμαπαραπετάσματα
VOCπαραπέτασμαπαραπετάσματα
παραπετάσματα
παραπηδάω
παραπικραίνειν
παραπικραίνοντα
παραπικραίνοντας
παραπικραίνοντες
παραπικραίνουσα
παραπικραίνω
Present
  • παραπικραίνειν Verb: Pres Act Infin
  • παραπικραίνοντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • παραπικραίνοντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
  • παραπικραίνοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • παραπικραίνουσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • παραπικραίνων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
Future
Aorist
  • παρεπικράνθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • παραπικρανθῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
  • παραπικρᾶναι Verb: Aor Act Infin
  • παραπικράναντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
  • παρεπίκρανα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • παρεπίκραναν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • παρεπίκρανας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • παρεπίκρανε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
παραπικραίνων
παραπικρᾶναι, παραπικράναι
παραπικράναντες
παραπικρανθῇ
παραπικρασμός
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMπαραπικρασμόςπαραπικρασμοί
GENπαραπικρασμοῦπαραπικρασμῶν
DATπαραπικρασμῷπαραπικρασμοῖς
ACCπαραπικρασμόνπαραπικρασμούς
VOCπαραπικρασμέπαραπικρασμοί
παραπικρασμῷ
παραπίπτοντας
παραπίπτω
παραπλαγιάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to go obliquely (as a military manoeuver)
παραπλεῦσαι
παραπλέω
παράπληκτος
παραπληξία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: derangement, madness, frenzy, insanity
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπαραπληξίαπαραπληξίαι
GENπαραπληξίαςπαραπληξιῶν
DATπαραπληξίᾳπαραπληξίαις
ACCπαραπληξίανπαραπληξίας
VOCπαραπληξίαπαραπληξίαι
παραπληξίᾳ
παραπλήσια
παραπλήσιον
παραπλήσιος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: coming near, resembling, similar to, nearly, close by, almost, such like
  • Cognates:

    παραπλήσιος, πλησίος

  • Forms:
    • παραπλήσια Adj: Nom Sing Fem
    • παραπλήσια Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • παραπλήσιον Adj: Acc Sing Masc
παραπλησίων
παραπλησίως
  • Parse: Adverb
  • Meaning: likewise, in a manner near by, similarly
παράπλου
παράπλους
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: a sailing beside, a coastal voyage by boat, aimless voyage
  • Forms:
    • παράπλου Noun: Gen Sing Masc
παραποιέω
παραπόληται
παραπόλλυμαι
παραπόλλυμι
παραπόλωμαι
παραπομπή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπαραπομπήπαραπομπαί
GENπαραπομπῆςπαραπομπῶν
DATπαραπομπῇπαραπομπαῖς
ACCπαραπομπήνπαραπομπάς
VOCπαραπομπήπαραπομπαί
παραπομπῆς
παραπορεύεσθαι
παραπορεύεσθε
παραπορευέσθωσαν
παραπορεύεται
παραπορεύομαι
Present
  • παραπορεύεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • παραπορεύεσθε Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Plur
  • παραπορευέσθωσαν Verb: Pres Mid/Pass Imperative 3rd Plur
  • παραπορεύεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • παραπορευομένης Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Fem
  • παραπορευόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
  • παραπορευομένοις Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
  • παραπορευόμενον Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • παραπορευόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • παραπορευομένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
  • παραπορευομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
  • παραπορευόμεθα Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • παραπορεύωνται Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Plur
Imperfect
  • παρεπορεύετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • παρεπορεύοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
Future
  • παραπορεύσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
Aorist
  • παρεπορεύθημεν Verb: Aor Pass Ind 1st Plur
παραπορευόμεθα
παραπορευομένης
παραπορευόμενοι
παραπορευομένοις
παραπορευόμενον
παραπορευόμενος
παραπορευομένους
παραπορευομένων
παραπορεύσῃ
παραπορεύωνται
παράπτωμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMπαράπτωμαπαραπτώματα
GENπαραπτώματοςπαραπτωμάτων
DATπαραπτώματιπαραπτώμασι(ν)
ACCπαράπτωμαπαραπτώματα
VOCπαράπτωμαπαραπτώματα
παραπτώμασι, παραπτώμασιν
παραπτώματα
παραπτώματι
παραπτώματος
παραπτωμάτων
παραπτώσει
παράπτωσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπαράπτωσιςπαραπτώσεις
GENπαραπτώσεωςπαραπτώσεων
DATπαραπτώσειπαραπτώσεσι(ν)
ACCπαράπτωσι(ν)παραπτώσεις