παραξιφίδι
παραξιφίς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: a knife worn beside the sword, dagger, a dirk
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπαραξιφίςπαραξιφίδες
GENπαραξιφίδοςπαραξιφίδων
DATπαραξιφίδιπαραξιφίσι(ν)
ACCπαραξιφίδαπαραξιφίδας
VOCπαραξιφίςπαραξιφίδες