διαδείκνυμι
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to show plainly, display
διαδεξάμενοι
διαδεξάμενον
διαδέξωνται
διαδέχεσθαι
διαδέχεται
διαδέχομαι
διαδεχόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: διαδέχομαι
διαδεχόμενος
διαδεχομένους
διαδέω
διάδηλοι
διάδηλος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάδηλοςδιάδηλον
GENδιαδήλου
DATδιαδήλῳ
ACCδιάδηλον
VOCδιάδηλεδιάδηλον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάδηλοιδιάδηλα
GENδιαδήλων
DATδιαδήλοις
ACCδιαδήλουςδιάδηλα
VOCδιάδηλοιδιάδηλα
διαδήλους
διάδημα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMδιάδημαδιαδήματα
GENδιαδήματοςδιαδημάτων
DATδιαδήματιδιαδήμασι(ν)
ACCδιάδημαδιαδήματα
VOCδιάδημαδιαδήματα
διαδήματα
διαδήματι
διαδήματος
διαδιδούσης
διαδιδράσκω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to run off, get away, escape, flee, run away
  • Cognates:

    ἀποδιδράσκω, διαδιδράσκω

  • Forms:
    • διαδράντων
      • Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
      • Part: Aor Act Gen plur Masc/Neut
    • διαδράς Part: Aor Act Nom Sing Masc
    • διεδίδρασκον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • διεδίδρασκον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
    • διέδρασαν Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
διαδίδωμι
Present
  • διαδιδούσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
  • διαδίδωσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • διαδιδώσουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
Imperfect
  • διεδίδετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διεδίδοτο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
Future
  • διαδώσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διαδώσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
Aorist
  • διαδοθείσης Part: Aor Pass Gen Sing Fem
  • διάδος Verb: 2Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διάδοτε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διαδοῦναι Verb: Aor Act Infin
  • διεδόθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διέδωκα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • διέδωκε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διέδωκε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διαδίδωσιν
διαδιδώσουσιν
διαδοθείσης
διάδος
διάδοτε
διαδοῦναι
διαδοχή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαδοχήδιαδοχαί
GENδιαδοχῆςδιαδοχῶν
DATδιαδοχῇδιαδοχαῖς
ACCδιαδοχήνδιαδοχάς
VOCδιαδοχήδιαδοχαί
διαδοχήν
διάδοχοι
διάδοχον
διάδοχος
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMδιάδοχοςδιάδοχοι
GENδιαδόχουδιαδόχων
DATδιαδόχῳδιαδόχοις
ACCδιάδοχονδιαδόχους
VOCδιάδοχεδιάδοχοι
διαδόχου
διαδόχους
διαδόχων
διάδραμε
διαδράμῃ
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
    • Verb: Aor Mid/Pass Subj 2nd Sing
  • Root: διατρέχω
διαδραμοῦνται
διαδράς
διαδύνω
διαδώσει
διαδώσουσι, διαδώσουσιν