διαγαγεῖν
διαγαγόντι
  • Parse: Part: Aor Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διάγω
διαγαγών
  • Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • Root: διάγω
διαγγείλῃ
διαγγελεῖτε
διαγγελῇ
διαγγελήσονται
διαγγελία
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαγγελίαδιαγγελίαι
GENδιαγγελίαςδιαγγελιῶν
DATδιαγγελίᾳδιαγγελίαις
ACCδιαγγελίανδιαγγελίας
VOCδιαγγελίαδιαγγελίαι
διάγγελλε
διαγγέλλουσα
διαγγέλλω
διαγγέλλων
διάγγελμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMδιάγγελμαδιαγγέλματα
GENδιαγγέλματοςδιαγγελμάτων
DATδιαγγέλματιδιαγγέλμασι(ν)
ACCδιάγγελμαδιαγγέλματα
VOCδιάγγελμαδιαγγέλματα
διαγγέλματα
διαγεγλυμμένα
διαγεγλυμμένοι
διαγεγλυμμένος
διαγεγραμμένα
διαγεγραμμέναι
διάγει
  • Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • Root: διάγω
διάγειν
διαγενομένου
διαγενομένων
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγίνομαι
διαγίνωνται
διαγινώσκειν
διαγινώσκεται
διαγινώσκω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to perceive, know exactly, know thoroughly
    • to consider
    • to form a view on (something)
    • to determine (the steps to be taken)
    • to recognize distinctly, distinguish
    • to spy, notice the presence of (something)
    • to determine, resolve, decide, give judgment
  • Cognates:

    ἀναγινώσκω, ἀπογινώσκω, γινώσκω, διαγινώσκω, ἐπιγινώσκω, καταγινώσκω, παραναγινώσκω, προγινώσκω, συγγινώσκω

  • Forms:
    • διαγινώσκειν Verb: Pres Act Infin
    • διαγινώσκεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διάγνωθι Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
    • διαγνωσθῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
    • διαγνώσομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
    • διεγνώκει Verb: PluPerf Act Ind 3rd Sing
    • διεγνώκειν Verb: PluPerf Act Ind 1st Sing
    • διέγνωσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • διεγνωσμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
    • διεγνωσμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
διαγλυφή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: engraving, carving
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαγλυφήδιαγλυφαί
GENδιαγλυφῆςδιαγλυφῶν
DATδιαγλυφῇδιαγλυφαῖς
ACCδιαγλυφήνδιαγλυφάς
VOCδιαγλυφήδιαγλυφαί
διαγλυφῆς
διαγλύφω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to scoop out, carve, engrave
  • Cognates:

    γλύφω, διαγλύφω, ἐγγλύφω, ἐπιγλύφω

  • Forms:
    • διαγεγλυμμένα Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
    • διαγεγλυμμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
    • διαγεγλυμμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
    • διαγλύψεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
διαγλύψεις
διάγνωθι
διαγνωρίζω
διαγνώσεως
διαγνωσθῇ
διάγνωσιν
διάγνωσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάγνωσιςδιαγνώσεις
GENδιαγνώσεωςδιαγνώσεων
DATδιαγνώσειδιαγνώσεσι(ν)
ACCδιάγνωσι(ν)διαγνώσεις
διαγνώσομαι
διαγογγύζετε
διαγογγύζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to murmur, mutter, grumble, complain
  • Cognates:

    διαγογγύζω, γογγύζω, καταγογγύζω

  • Forms:
    • διαγογγύσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • διαγογγύζετε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
    • διεγόγγυσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • διεγόγγυζε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
    • διεγογγύζετε Verb: Imperfect Act Ind 2nd Plur
    • διεγόγγυζον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • διεγόγγυζον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
διαγογγύσει
διάγοντες
  • Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • Root: διάγω
διαγορεύει
διαγορεύω
διαγράφειν
διαγραφή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαγραφήδιαγραφαί
GENδιαγραφῆςδιαγραφῶν
DATδιαγραφῇδιαγραφαῖς
ACCδιαγραφήνδιαγραφάς
VOCδιαγραφήδιαγραφαί
διαγραφήν
  • Parse: Noun: Acc Sing Fem
  • Concord:

    NT: _
    LXX: Ezek. 43:12
    Apocrypha: _
    Apostolic Fathers: _

  • Root: διαγραφή
διαγράφω
διαγραψάτωσαν
διαγράψεις
διαγράψω
διαγράψωμεν
διαγρηγορέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to awaken, keep awake, be awake
  • Cognates:

    διαγρηγορέω, γρηγορέω

  • Forms:
    • διαγρηγορήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
διαγρηγορήσαντες
διάγω
Present
  • διάγῃ
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 2nd Sing
  • διάγει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • διάγειν Verb: Pres Act Infin
  • διάγοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • διάγωμεν Verb: Pres Act Subj 1st Plur
  • διάγων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • διῆγε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • διῆγον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διῆγον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διάξω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • διαγαγεῖν Verb: Aor Act Infin
  • διαγαγόντι Part: Aor Act Dat Sing Masc/Neut
  • διαγαγών Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • διήγαγε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διήγαγες Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διήγαγον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
διαγωγή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαγωγήδιαγωγαί
GENδιαγωγῆςδιαγωγῶν
DATδιαγωγῇδιαγωγαῖς
ACCδιαγωγήνδιαγωγάς
VOCδιαγωγήδιαγωγαί
διαγωγάς
  • Parse: Noun: Acc Plur Fem
  • Meaning: lifestyle, passing of life
  • Root: διαγωγή
διαγωγήν
διάγωμεν
  • Parse: Verb: Pres Act Subj 1st Plur
  • Root: διάγω
διάγων
  • Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διάγω
διαγωνία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: struggle
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαγωνίαδιαγωνίαι
GENδιαγωνίαςδιαγωνιῶν
DATδιαγωνίᾳδιαγωνίαις
ACCδιαγωνίανδιαγωνίας
VOCδιαγωνίαδιαγωνίαι
διαγωνιᾷν
  • Parse:
    • Noun: Acc Sing Fem
    • Noun: Gen Plur Fem
  • Meaning: struggle
  • Root: διαγωνία