- προσγεγενημένων
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: προσγίνομαι
- προσγεγραμμένων
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: προσγράφω
- προσγελάσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: προσγελάω
- προσγελάσῃ
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: προσγελάω
- προσγένηται
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 3rd Sing
- Root: προσγίνομαι
- προσγένοιτο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Opt 3rd Sing
- Root: προσγίνομαι
- προσγενόμενος
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- Root: προσγίνομαι
- προσγίνομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to be among
- to attach (oneself) to (someone)
- to join a community
- to come or go to
- Cognates:
ἀναγινώσκω, ἀπογιγνώσκω, ἀπογινώσκω, γιγνώσκω, γίνομαι, γινώσκω, διαγιγνώσκω, διαγίνομαι, διαγινώσκω, ἐμπαραγίνομαι, ἐπιγίνομαι, ἐπιγινώσκω, ἐπιπαραγίνομαι, καταγίνομαι, καταγινώσκω, μεταγίνομαι, παραγίνομαι, παραναγινώσκω, περιγίνομαι, προγίνομαι, προγινώσκω, προσγίνομαι, συγγίνομαι
συγγινώσκω
- Forms:
- προσγεγενημένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Masc
- προσγένηται Verb: Aor Mid Subj 3rd Sing
- προσγενόμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- προσγράφω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to write besides, add in writing, specify in writing
- Cognates:
ἀναγράφω, ἀντιγράφω, ἀπογράφω, γράφω, διαγράφω, ἐγγράφω, ἐκγράφω, ἐπιγράφω, καταγράφω, μεταγράφω, προγράφω, προσγράφω, συγγράφω, ὑπογράφω
- Forms:
- προσγεγραμμένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Neut