προσβαίνοντας
προσβαίνουσι, προσβαίνουσιν
προσβαίνω
προσβάλλω
προσβάλλων
προσβαλόντες
προσβαλών
προσβάσεως
πρόσβασιν
πρόσβασις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπρόσβασιςπροσβάσεις
GENπροσβάσεωςπροσβάσεων
DATπροσβάσειπροσβάσεσι(ν)
ACCπρόσβασι(ν)προσβάσεις
προσβῆναι
προσβιάζομαι
προσβιασάμενος
προσβιάσομαι
προσβλέπειν
προσβλέπω
προσβλέψαι
προσβλέψας
προσβλητόν
προσβλητός
προσβολάς
προσβολή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπροσβολήπροσβολαί
GENπροσβολῆςπροσβολῶν
DATπροσβολῇπροσβολαῖς
ACCπροσβολήνπροσβολάς
VOCπροσβολήπροσβολαί
προσβολῆς