- προσβαίνοντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Root: προσβαίνω
- προσβαίνουσι, προσβαίνουσιν
-
- Parse: Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
- Root: προσβαίνω
- προσβαίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to ascend, approach
- to go, arrive at, step upon
- Cognates:
βαίνω, ἀναβαίνω, ἀποβαίνω, διαβαίνω, ἐκβαίνω, ἐμβαίνω, ἐπιβαίνω, καταβαίνω, μεταβαίνω, παραβαίνω, παρεκβαίνω, προβαίνω, συγκαταβαίνω, συμβαίνω, συναναβαίνω, ὑπερβαίνω
- Forms:
- προσβαίνοντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
- προσβαίνουσι(ν) Part: Pres Act Dat Plur Masc
- προσβῆναι Verb: Aor Act Infin
- προσέβη Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προσέβην Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- προσέβην Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- προσβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to cast upon, strike, attack, blow violently upon, bring upon
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- Forms:
- προσβάλλων Part: Pres Act Nom Sing Masc
- προσβαλόντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- προσβαλών Part: Aor Act Nom Sing Masc
- προσέβαλε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προσέβαλον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- προσέβαλλον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- προσέβαλλον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- προσβάλλων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: προσβάλλω
- προσβαλόντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: προσβάλλω
- προσβάσεως
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: πρόσβασις
- πρόσβασις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- a means of approach, access
- a path for ascending
- rise and increase
- act of moving toward the target
- occasion, opportunity
- Cognates:
ἀνάβασις, βάσις, διάβασις, ἔκβασις, ἐπίβασις, κατάβασις, παράβασις, παρέκβασις, προσανάβασις, πρόσβασις
Feminine Noun Singular Plural NOM πρόσβασις προσβάσεις GEN προσβάσεως προσβάσεων DAT προσβάσει προσβάσεσι(ν) ACC πρόσβασι(ν) προσβάσεις
- προσβιάζομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to compel, use force
- Cognates:
ἀποβιάζομαι, βιάζω, διαβιάζομαι, ἐκβιάζω, καταβιάζομαι, παραβιάζομαι, προσβιάζομαι
- Forms:
- προσβιασάμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- προσβιάσομαι Verb: Fut Mid/Pass Ind 1st Sing
- προσβιασάμενος
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- Root: προσβιάζομαι
- προσβιάσομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προσβιάζομαι
- προσβλέπειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: προσβλέπω
- προσβλέψαι
-
- Parse: Verb: Aor Act Infin
- Meaning: to look at
- Root: προσβλέπω
- προσβλέψας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Meaning: to look at
- Root: προσβλέπω
- προσβλητόν
-
- Parse:
- Adj: Nom/Acc Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc
- Root: προσβλητός
- Parse:
- προσβλητός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- added, affixed, attached, overlaid (with silver)
- beaten
- Cognates:
ἀμετάβλητος, ἀνυπέρβλητος, ἀπόβλητος, βλητός, εὐμετάβλητος, προβλῆτος, προσβλητός
- Forms:
- προσβλητόν Adj: Nom/Acc Sing Neut
- προσβλητόν Adj: Acc Sing Masc
- προσβολή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: assault, attack, a putting to, application
- Cognates:
ἀναβολή, βολή, διαβολή, διεκβολή, ἐκβολή, ἐμβολή, ἐπιβολή, καταβολή, μεταβολή, παραβολή, παρεμβολή, περιβολή, προσβολή, συμβολή, ὑπερβολή
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM προσβολή προσβολαί GEN προσβολῆς προσβολῶν DAT προσβολῇ προσβολαῖς ACC προσβολήν προσβολάς VOC προσβολή προσβολαί