διαβάθρα
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαβάθραδιαβάθραι
GENδιαβάθραςδιαβαθρῶν
DATδιαβάθρᾳδιαβάθραις
ACCδιαβάθρανδιαβάθρας
VOCδιαβάθραδιαβάθραι
διαβάθραι
διαβάθρας
διάβαινε
διαβαίνει
διαβαίνειν
διαβαίνεις
διαβαίνετε
διαβαίνῃς
διαβαίνομεν
διαβαίνοντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • Root: διαβαίνω
διαβαίνοντες
διαβαίνοντος
διαβαίνω
Present
  • διάβαινε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
  • διαβαίνει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • διαβαίνειν Verb: Pres Act Infin
  • διαβαίνεις Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • διαβαίνετε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
  • διαβαίνῃς Verb: Pres Act Subj 2nd Sing
  • διαβαίνομεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
  • διαβαίνοντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • διαβαίνοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • διαβαίνοντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • διαβαίνων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • διέβαινε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • διέβαινον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διέβαινον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διαβήσεσθε Verb: Fut Mid Ind 2nd Plur
  • διαβήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
  • διαβήσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • διαβήσομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
  • διαβησόμεθα Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
  • διαβήσονται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
Aorist
  • διέβαιναν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • διαβῆτε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
  • διαβάντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
  • διαβάς Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
  • διαβάσης Part: Aor Act Gen Sing Fem
  • διαβῇ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • διαβῆναι Verb: 2Aor Act Infin
  • διάβηθι Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διάβητε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διαβήτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • διαβῶ Verb: Aor Act Subj 1st Sing
  • διαβῶμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
  • διαβῶσιν Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • διαβῇς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • διέβη Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
  • διέβην Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • διέβησαν Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
  • διέβητε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
διαβαίνων
διαβαλεῖν
διαβάλλω
διαβάλλων
διαβαλόντας
διαβάντες
διαβάς
διαβάσει
διαβάσεις
διαβάσεων
διαβάσεως
διαβάσης
διάβασιν
διάβασις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάβασιςδιαβάσεις
GENδιαβάσεωςδιαβάσεων
DATδιαβάσειδιαβάσεσι(ν)
ACCδιάβασι(ν)διαβάσεις
διαβεβαιόομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning: to confirm, affirm constantly, be convinced
  • Forms:
    • διαβεβαιοῦται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διαβεβαιούμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
    • διαβεβαιοῦνται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
    • διαβεβαιοῦσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • διαβεβαιοῦμαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
διαβεβαιούμενος
διαβεβαιοῦνται
διαβεβαιοῦσθαι
διαβεβαιοῦται
διαβῇ
διάβηθι
διάβημα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • a step along a path
    • a step across
    • area to be covered by a step
    • Figurative: course of action taken
  • Cognates:

    βῆμα, διάβημα

  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMδιάβημαδιαβήματα
GENδιαβήματοςδιαβημάτων
DATδιαβήματιδιαβήμασι(ν)
ACCδιάβημαδιαβήματα
VOCδιάβημαδιαβήματα
διαβήματα
διαβῆναι
διαβῇς
διαβήσεσθε
διαβήσεται
διαβήσῃ
διαβήσομαι
διαβησόμεθα
διαβήσονται
διάβητε
διαβῆτε
διαβήτω
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιασάμενοι
διαβιβάσαι
διαβιβάσετε
διαβιβάσῃς
διαβιόω
διαβιώσῃ
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • Root: διαβιόω
διαβλέπω
διαβλέψεις
διαβληθείσης
διαβοάω
διαβοήσετε
διαβόητος
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαβόητοςδιαβόητον
GENδιαβοήτου
DATδιαβοήτῳ
ACCδιαβόητον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιαβόητοιδιαβόητα
GENδιαβοήτων
DATδιαβοήτοις
ACCδιαβοήτουςδιαβόητα
διαβοήτου
διαβολαῖς
διαβολάς
διάβολε
διαβολέω
διαβολή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαβολήδιαβολαί
GENδιαβολῆςδιαβολῶν
DATδιαβολῇδιαβολαῖς
ACCδιαβολήνδιαβολάς
VOCδιαβολήδιαβολαί
διαβολήν
διαβολῆς
διάβολοι
διάβολον
διάβολος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάβολοςδιάβολον
GENδιαβόλου
DATδιαβόλῳ
ACCδιάβολον
VOCδιάβολεδιάβολον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάβολοιδιάβολα
GENδιαβόλων
DATδιαβόλοις
ACCδιαβόλουςδιάβολα
VOCδιάβολοιδιάβολα
διαβόλου
διαβόλους
διαβόλῳ
διαβουλευόμενοι
διαβουλεύω
διαβούλια
διαβουλίοις
διαβούλιον
Neuter
 SingularPlural
NOMδιαβούλιονδιαβούλια
GENδιαβουλίουδιαβουλίων
DATδιαβουλίῳδιαβουλίοις
ACCδιαβούλιονδιαβούλια
διαβουλίου
διαβουλίων, διαβουλιῶν
διαβῶ
διαβῶμεν
διαβῶσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: διαβαίνω