ἀντίγραφα
ἀντιγραφή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: a written response, reply in writing
  • Forms:
ἀντιγράφοις
ἀντιγράφομεν
ἀντίγραφον
Neuter
 SingularPlural
NOMἀντίγραφονἀντίγραφα
GENἀντιγράφουἀντιγράφων
DATἀντιγράφῳἀντιγράφοις
ACCἀντίγραφονἀντίγραφα
ἀντίγραφος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντίγραφοςἀντίγραφον
GENἀντιγράφου
DATἀντιγράφῳ
ACCἀντίγραφον
VOCἀντίγραφεἀντίγραφον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀντίγραφοιἀντίγραφα
GENἀντιγράφων
DATἀντιγράφοις
ACCἀντιγράφουςἀντίγραφα
VOCἀντίγραφοιἀντίγραφα
ἀντιγράφω
ἀντιγράφῳ
ἀντιγράφων