ἀπογαλακτίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to wean (from a mother's milk)
  • Forms:
    • ἀπεγαλακτίσθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
    • ἀπεγαλάκτισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • ἀπογαλακτίσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
    • ἀπογαλακτίσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
    • ἀπογαλακτίσω Verb: Aor Act Subj 1st Sing
    • ἀπογεγαλακτισμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
    • ἀπογεγαλακτισμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
    • ἀπογεγαλακτισμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
ἀπογαλακτίσῃ
ἀπογαλακτίσῃς
ἀπογαλακτίσω
ἀπογεγαλακτισμένοι
ἀπογεγαλακτισμένον
ἀπογεγραμμένων
ἀπογενόμενοι
ἀπογεύεσθαι
ἀπογευομένους
ἀπογευσάμενος
ἀπογεύω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to give a taste (to someone of something)
  • Middle Meaning:
    • to take a taste (of something)
    • to partake (of something), consume
  • Cognates:

    ἀπογεύω, γεύω

  • Forms:
    • ἀπογεύεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • ἀπογευομένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
    • ἀπογευσάμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
ἀπογιγνώσκω
ἀπογίνομαι
ἀπογινώσκω
ἀπογινώσκων
ἀπογλαυκόομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning: to suffer from glaucoma of the eyes
ἀπογνωρίζω
ἀπόγνωσιν
ἀπόγνωσις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: rejection
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀπόγνωσιςἀπογνώσεις
GENἀπογνώσεωςἀπογνώσεων
DATἀπογνώσειἀπογνώσεσι(ν)
ACCἀπόγνωσι(ν)ἀπογνώσεις
ἀπόγονοι
ἀπόγονος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀπόγονοςἀπόγονον
GENἀπογόνου
DATἀπογόνῳ
ACCἀπόγονον
VOCἀπόγονεἀπόγονον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀπόγονοιἀπόγονα
GENἀπογόνων
DATἀπογόνοις
ACCἀπογόνουςἀπόγονα
VOCἀπόγονοιἀπόγονα
ἀπογόνων
ἀπογραφαῖς
ἀπογραφάς
  • Parse:
    • Noun: Gen Sing Fem
    • Noun: Acc Plur Fem
  • Meaning: register, list
  • Root: ἀπογραφή
ἀπογράφεσθαι
ἀπογραφή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀπογραφήἀπογραφαί
GENἀπογραφῆςἀπογραφῶν
DATἀπογραφῇἀπογραφαῖς
ACCἀπογραφήνἀπογραφάς
VOCἀπογραφήἀπογραφαί
ἀπογραφῇ
ἀπογραφήν
ἀπογραφῆναι
ἀπογραφῆς
ἀπογραφομένους
ἀπογράφονται
ἀπογράφω
ἀπογραφῶν
ἀπόγραψαι
ἀπογραψάμενοι
ἀπογράψασθαι
ἀπογυμνόω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to strip bare