ὑπομαστιδίον
ὑπομαστίδιος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: suckling, hanging at the breast
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMὑπομαστίδιοςὑπομαστίδιον
GENὑπομαστιδίου
DATὑπομαστιδίῳ
ACCὑπομαστίδιον
VOCὑπομαστίδιεὑπομαστίδιον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMὑπομαστίδιοιὑπομαστίδια
GENὑπομαστιδίων
DATὑπομαστιδίοις
ACCὑπομαστιδίουςὑπομαστίδια
VOCὑπομαστίδιοιὑπομαστίδια
ὑπομαστιδίων
ὑπομειδιάσας
  • Parse:
    • Part: Pres Act Acc Plur Fem
    • Part: Pres Act Gen Sing Fem
    • Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • Meaning: to smile a little
  • Root: ὑπομειδιάω
ὑπομειδιάω
ὑπομείναι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • Root: ὑπομένω
ὑπομεῖναι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • Root: ὑπομένω
ὑπομείναντα
  • Parse:
    • Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Aor Act Acc Sing Masc
  • Root: ὑπομένω
ὑπομείναντας
ὑπομείναντες
ὑπομείναντος
ὑπομεινάντων
ὑπομείνας
ὑπομείνασαν
ὑπομείνασιν
ὑπομείνατε
ὑπομεινάτω
ὑπομείνῃ
ὑπομείνῃς
ὑπόμεινον
ὑπομείνω
ὑπομείνωμεν
ὑπομείνωσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: ὑπομένω
ὑπομεμενηκότα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: ὑπομένω
ὑπομένει
ὑπομενεῖ
ὑπομένειν
ὑπομενεῖτε
ὑπομένετε
ὑπομένομεν
ὑπομένοντας
ὑπομένοντες
ὑπομενόντων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
    • Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • Root: ὑπομένω
ὑπομενοῦμεν
ὑπομένουσι, ὑπομένουσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
  • Root: ὑπομένω
ὑπομενοῦσι, ὑπομενοῦσιν
ὑπομένω
Present
  • ὑπομενόντων Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
  • ὑπομενόντων Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • ὑπομένει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • ὑπομένειν Verb: Pres Act Infin
  • ὑπομένετε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • ὑπομένομεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
  • ὑπομένοντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
  • ὑπομένοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • ὑπομένουσι(ν) Part: Pres Act Dat Plur Masc
  • ὑπομενῶ Verb: Pres Act Subj 1st Sing
  • ὑπομένων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • ὑπέμενε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • ὑπέμενον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • ὑπέμενον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • ὑπομενεῖτε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
  • ὑπομενοῦμεν Verb: Fut Act Ind 1st Plur
  • ὑπομενῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • ὑπομείνασιν Part: Aor Act Dat Plur Masc/Neut
  • ὑπομεινάτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • ὑπέμεινα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • ὑπεμείναμεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
  • ὑπέμειναν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • ὑπέμεινας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • ὑπεμείνατε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
  • ὑπέμεινε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • ὑπέμεινε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • ὑπομεῖναι Verb: Aor Act Infin
  • ὑπομεῖναι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • ὑπομεῖναι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • ὑπομείναι Verb: Aor Act Infin
  • ὑπομείναι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • ὑπομείναι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • ὑπομείναντα Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
  • ὑπομείναντα Part: Aor Act Acc Sing Masc
  • ὑπομείναντας Part: Aor Act Acc Plur Masc
  • ὑπομείναντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
  • ὑπομείναντος Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
  • ὑπομεινάντων Part: Aor Act Gen Plur Masc
  • ὑπομείνας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • ὑπομείνασαν Part: Aor Act Acc Sing Fem
  • ὑπομείνατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • ὑπομείνῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • ὑπομείνῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • ὑπόμεινον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • ὑπομείνω Verb: Aor Act Subj 1st Sing
  • ὑπομείνωμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
  • ὑπομείνωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
Perfect
  • ὑπομεμενηκότα
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
ὑπομενῶ
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 1st Sing
    • Verb: Fut Act Ind 1st Sing
  • Root: ὑπομένω
ὑπομένων
ὑπομίμνησκε
ὑπομίμνῃσκε
ὑπομιμνήσκειν
ὑπομιμνῄσκειν
ὑπομιμνήσκοι
ὑπομιμνήσκοντες
ὑπομιμνήσκω, ὑπομιμνῄσκω
Present
  • ὑπομιμνήσκοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • ὑπομίμνησκε, ὑπομίμνῃσκε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
  • ὑπομιμνῄσκειν Verb: Pres Act Infin
  • ὑπομιμνῄσκων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • ὑπεμίμνῃσκε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
Future
  • ὑπομνήσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • ὑπεμνήσαμεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
  • ὑπεμνήσθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • ὑπομνῆσαι Verb: Aor Act Infin
  • ὑπομνήσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • ὑπομνήσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
Perfect
ὑπομιμνῄσκων
ὑπόμνημα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMὑπόμνημαὑπομνήματα
GENὑπομνήματοςὑπομνημάτων
DATὑπομνήματιὑπομνήμασι(ν)
ACCὑπόμνημαὑπομνήματα
VOCὑπόμνημαὑπομνήματα
ὑπομνηματίζομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • Passive:
      • to be recorded
      • to note down for remembrance
      • to make a memorandum of
  • Forms:
    • ὑπεμνημάτιστο Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
ὑπομνηματισμοῖς
ὑπομνηματισμός
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • remembrance, remembering
    • written record kept for the future
    • record, memorandum, shopping list
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMὑπομνηματισμόςὑπομνηματισμοί
GENὑπομνηματισμοῦὑπομνηματισμῶν
DATὑπομνηματισμῷὑπομνηματισμοῖς
ACCὑπομνηματισμόνὑπομνηματισμούς
VOCὑπομνηματισμέὑπομνηματισμοί
ὑπομνηματισμοῦ
ὑπομνηματισμούς
ὑπομνηματογράφον
ὑπομνηματόγραφος
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMὑπομνηματόγραφοςὑπομνηματόγραφοι
GENὑπομνηματογράφουὑπομνηματογράφων
DATὑπομνηματογράφῳὑπομνηματογράφοις
ACCὑπομνηματόγραφονὑπομνηματογράφους
VOCὑπομνηματόγραφεὑπομνηματόγραφοι
ὑπομνημάτων
ὑπομνῆσαι
ὑπομνήσας
ὑπομνήσει
ὑπομνήσεως
ὑπομνήσῃ
ὑπόμνησιν
ὑπόμνησις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMὑπόμνησιςὑπομνήσεις
GENὑπομνήσεωςὑπομνήσεων
DATὑπομνήσειὑπομνήσεσι(ν)
ACCὑπόμνησι(ν)ὑπομνήσεις
VOCὑπόμνησιςὑπομνήσεις
ὑπομνήσω
ὑπομονή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • staying, tarrying (here on the earth)
    • remaining behind without vanishing
    • patience, steadfastness
    • endurance (i.e., the measure of a person's stamina or persistence)
    • perseverance (i.e., the continuance in a course of action without regard to discouragement, opposition, or previous failure)
    • act of calmly enduring suffering
    • source of strength which helps to endure
    • hope, expectation
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMὑπομονήὑπομοναί
GENὑπομονῆςὑπομονῶν
DATὑπομονῇὑπομοναῖς
ACCὑπομονήνὑπομονάς
VOCὑπομονήὑπομοναί
ὑπομονῇ
ὑπομονήν
ὑπομονῆς
ὑπομονητικόν
ὑπομονητικός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • patient
    • patience, endurance
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMὑπομονητικόςὑπομονητικήὑπομονητικόν
GENὑπομονητικοῦὑπομονητικῆς
ὑπομονητικής
ὑπομονητικοῦ
DATὑπομονητικῷὑπομονητικῇὑπομονητικῷ
ACCὑπομονητικόνὑπομονητικήνὑπομονητικόν
VOCὑπομονητικέὑπομονητικήνὑπομονητικέ
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMὑπομονητικοίὑπομονητικαίὑπομονητικά
GENὑπομονητικῶνὑπομονητικῶνὑπομονητικῶν
DATὑπομονητικοῖςὑπομονητικαῖςὑπομονητικοῖς
ACCὑπομονητικούςὑπομονητικάςὑπομονητικά
VOCὑπομονητικοίὑπομονητικαίὑπομονητικά
ὑπομονῶν