- συναπαγόμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: συναπάγω
- συναπάγω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to be led away likewise, carry (lead) away with, yield
- to lead away together
- to carry away together
- to accommodate oneself (to something)
- to condescend, associate with (someone lower)
- to remove together, seduce
- to seduce
- Cognates:
ἄγω, ἀνάγω, ἄγω, ἀντιπαράγω, ἀπάγω, ἀποσυνάγω, διάγω, διεξάγω, εἰσάγω, ἐπάγω, ἐπανάγω, ἐπισυνάγω, ἐξάγω, κατάγω, μετάγω, παράγω, παρεισάγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, ῥοσάγω, συνάγω, συναπάγω, ὑπάγω, ὑπεράγω
- Forms:
- συναπαχθέντες Part: Aor Pass Nom Plur Masc
- συναπαγόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- συναπηχθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- συναπήγαγε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συναπήγαγε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συναπαχθέντες
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Plur Masc
- Root: συναπάγω
- συναπεθάνομεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 1st Plur
- Root: συναποθνήσκω
- συναπέστειλα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- Root: συναποστέλλω
- συναπέστειλε, συναπέστειλεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συναποστέλλω
- συναπήγαγε, συναπήγαγεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συναπάγω
- συναποβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw off, throw away
- Note: Like ἀποβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συναποθανεῖν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Infin
- Root: συναποθνήσκω
- συναποθανέτω
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
- Root: συναποθνήσκω
- συναποθνήσκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to die together with (someone), be dead with
- Cognates:
ἀνταποθνήσκω, ἀποθνήσκω, ἐναποθνήσκω, θνήσκω, προαποθνήσκω, προσαποθνῄσκω, συναποθνήσκω
- Forms:
- συναπεθάνομεν Verb: 2Aor Act Ind 1st Plur
- συναποθανεῖν Verb: 2Aor Act Infin
- συναποθανέτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
- συναποκρυβῶσι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
- Root: συναποκρύπτω
- συναποκρύπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to join in concealing
- Passive Meaning:
- to be hidden with (something)
- to hide oneself together with someone
- Cognates:
ἀποκρύπτω, ἐγκατακρύπτω, ἐγκρύπτω, κατακρύπτω, κρύπτω, περικρύπτω, συγκρύπτω, συναποκρύπτω
- Forms:
- συναποκρυβῶσι Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
- συναπολεῖται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: συναπόλλυμι
- συναπολέσῃ
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: συναπόλλυμι
- συναπολέσῃς
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: συναπολύω
- συναπολέσθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: συναπόλλυμι
- συναπόλησθε
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 2nd Plur
- Root: συναπόλλυμι
- συναπόλλυμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to destroy (someone) together with (someone)
- Passive Meaning:
- to perish together
- Cognates:
ἀπόλλυμι, διόλλυμι, ἐξαπόλλυμι, ἐξόλλυμι, ὄλλυμι, παραπόλλυμι, προσαπόλλυμι, συναπόλλυμι
- Forms:
- συναπολεῖται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- συναπολέσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- συναπολέσθαι Verb: Aor Mid Infin
- συναπόλησθε Verb: Aor Mid Subj 2nd Plur
- συναπώλετο Verb: 2Aor Mid Ind 3rd Sing
- συναπολύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to release together, destroy together, perish together
- Cognates:
ἀναλύω, ἀπολύω, διαλύω, ἐκλύω, ἐπιλύω, καταλύω, λύω, παραλύω, περιλύω, συλλύω, συναπολύω, ὑπολύω
- Forms:
- συναπολέσῃς Verb: 1Aor Act Subj 2nd Sing
- συναπόλῃ Verb: Aor Mid/Pass Subj 2nd Sing
- συναπολῇ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- συναποστᾶσαι
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Fem
- Root: συναφίστημι
- συναποστελεῖς
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
- Root: συναποστέλλω
- συναποστέλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to send with, send along
- to send as a companion
- to dispatch together with
- to send (someone) to go with (someone)
- Cognates:
ἀναστέλλω, ἀνταποστέλλω, ἀποδιαστέλλω, ἀποστέλλω, διαστέλλω, ἐξαποστέλλω, ἐπαποστέλλω, ἐπιστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, προαποστέλλω, προεξαποστέλλω, προσαποστέλλω, προσυστέλλω, στέλλω, συναποστέλλω, συστέλλω, ὑποστέλλω
- Forms:
- συναπέστειλα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- συναπέστειλε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συναπέστειλε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συναποστελεῖς Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
- συναποστελῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
- συναποστελῶ
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Sing
- Root: συναποστέλλω
- συνάπτοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: συνάπτω
- συναπτόντων
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
- Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Meaning: to join together
- Root: συνάπτω
- Parse:
- συναπτούσης
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Fem
- Root: συνάπτω
- συνάπτουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: συνάπτω
- συνάπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to connect, join together, unite
- to coordinate, arrange
- to tie or bind together
- to join together
- to meet, encounter, engage with
- to bring together as a group for action
- to border upon
- to reach, extend to
- to challenge someone to something
- to touch
- to press closely on
- to join (in battle), attack
- to form (an alliance)
- to come together
- Negative: to conspire, collude, plot
- Cognates:
ἀνάπτω, ἅπτω, ἀφάπτω, ἐξάπτω, ἐφάπτω, καθάπτω, περιάπτω, προσάπτω, συνάπτω, ὑφάπτω
- Forms:
- συναπώλετο
-
- Parse: Verb: 2Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: συναπόλλυμι
- συναπώλοντο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- Root: συναπόλλυμι