συσταθείς
συσταθέν
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Nom/Acc Sing Neut
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • Root: συνίστημι
συσταθέντες
συστάς
συστάσει
συστάσεις
συστάσεως
  • Parse: Noun: Gen Sing Fem
  • Meaning: act of coming into existence
  • Root: σύστασις
συστασιαστής
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: a fellow insurgent, co-terrorist, fellow-insurrectionist
  • Forms:
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMσυστασιαστήςσυστασιασταί
GENσυστασιαστοῦσυστασιαστῶν
DATσυστασιαστῇσυστασιασταῖς
ACCσυστασιαστήνσυστασιαστάς
VOCσυστασιαστάσυστασιασταί
συστασιαστῶν
σύστασιν
σύστασις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMσύστασιςσυστάσεις
GENσυστάσεωςσυστάσεων
DATσυστάσεισυστάσεσι(ν)
ACCσύστασι(ν)συστάσεις
συστατικός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: introductory, recommended, of commendation
  • Forms:
    • συστατικῶν Adj: Gen Plur MFN
συστατικῶν
συσταυρόω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to crucify with
  • Cognates:

    ἀνασταυρόω, σταυρόω, συσταυρόω

  • Forms:
    • συνεσταύρωμαι Verb: Perf Mid/Pass Ind 1st Sing
    • συνεσταυρωμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
    • συνεσταυρώθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
    • συσταυρωθέντες Part: Aor Pass Nom Plur Masc
    • συσταυρωθέντος Part: Aor Pass Gen Sing Masc
συσταυρωθέντες
συσταυρωθέντος
συστέλλεσθαι
συστέλλω
σύστεμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • a whole made up of parts
    • a system (e.g., water system)
    • community
    • band, garrison, company
    • the main section, main body (of an army)
  • Cognates:

    κατάστεμα, σύστεμα

  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMσύστεμασυστέματα
GENσυστέματοςσυστεμάτων
DATσυστέματισυστέμασι(ν)
ACCσύστεμασυστέματα
VOCσύστεμασυστέματα
συστέματα
συστέματι
συστενάζει
συστενάζω
σύστημα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMσύστημασυστήματα
GENσυστήματοςσυστημάτων
DATσυστήματισυστήμασι(ν)
ACCσύστημασυστήματα
VOCσύστημασυστήματα
συστήματα
συστήματι
συστῆναι
συστησάμενοι
συστησάμενος
συστήσαντα
συστήσασθαι
συστήσασθε
συστοιχεῖ
συστοιχέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to file together (as soldiers in ranks), correspond to, answer to
  • Forms:
    • συστοιχεῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
συστρατεύω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to join (in an expedition)
    • to share (in an expedition)
    • to make a campaign together
    • to serve together
συστρατιώτῃ
συστρατιώτην
συστρατιώτης
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: fellow-soldier, co-campaigner
  • Forms:
Masculine
 SingularPlural
NOMσυστρατιώτηςσυστρατιώται
GENσυστρατιώτουσυστρατιωτῶν
DATσυστρατιώτῃσυστρατιώταις
ACCσυστρατιώτηνσυστρατιώτας
συστραφέντας
σύστρεμμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • anything twisted up together
    • a group (of men), a gang (of men), a crowd, concourse
  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMσύστρεμμασυστρέμματα
GENσυστρέμματοςσυστρεμμάτων
DATσυστρέμματισυστρέμμασι(ν)
ACCσύστρεμμασυστρέμματα
VOCσύστρεμμασυστρέμματα
συστρέμματος
συστρεμμάτων
συστρέφετε
συστρεφομένη
συστρεφομένοις
συστρεφομένων
συστρέφω
Present
  • συστρέφετε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • συστρεφομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
  • συστρεφομένοις Part: Pres Act Dat Plur Masc
  • συστρεφομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
Imperfect
  • συνεστρέφετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
Future
Aorist
  • συνεστράφη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • συνεστράφην Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
  • συνεστράφησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • συνέστρεψε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • συστρέψαντος Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
  • συστρέψας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • συστραφέντας Part: Aor Pass Acc Plur Masc
Perfect
  • συνεστραμμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
συστρέφων
συστρέψαντος
συστρέψας
συστροφαί
συστροφαῖς
συστροφάς
συστροφή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMσυστροφήσυστροφαί
GENσυστροφῆςσυστροφῶν
DATσυστροφῇσυστροφαῖς
ACCσυστροφήνσυστροφάς
VOCσυστροφήσυστροφαί
συστροφήν
συστροφῆς