- ἔνι
-
- Parse #1:
- Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: ἔνειμι
- ----------
- Parse #2: Preposition
- Meaning: in, poetic form of ἐν
- Parse #1:
- ἐνιαυσίοις
-
- Parse: Adj: Dat Plur Masc/Neut
- Root: ἐνιαύσιος
- ἐνιαύσιος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: yearling, of a year, one year old
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἐνιαύσιος ἐνιαυσία ἐνιαύσιον GEN ἐνιαυσίου ἐνιαυσίας ἐνιαυσίου DAT ἐνιαυσίῳ ἐνιαυσίᾳ ἐνιαυσίῳ ACC ἐνιαύσιον ἐνιαυσίαν ἐνιαύσιον Plural Masc Fem Neut NOM ἐνιαύσιοι ἐνιαύσιαι ἐνιαύσια GEN ἐνιαυσίων DAT ἐνιαυσίοις ἐνιαυσίαις ἐνιαυσίοις ACC ἐνιαυσίους ἐνιαυσίας ἐνιαύσια
- ἐνιαυσίους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: ἐνιαύσιος
- ἐνιαυτός
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- year, one year
- anniversary
- within a year, during a year
- year after year
ἐνιαυτὸς ἐχόμενος ἐνιαυτοῦ
year after year (2Sam 21:1)
Masculine Noun Singular Plural NOM ἐνιαυτός ἐνιαυτοί GEN ἐνιαυτοῦ ἐνιαυτῶν DAT ἐνιαυτῷ ἐνιαυτοῖς ACC ἐνιαυτόν ἐνιαυτούς VOC ἐνιαυτέ ἐνιαυτοί
- ἐνιβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw in
- Note: Like ἐμβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- ἐνίεσθαι
-
- Parse:
- Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Verb: Aor Mid Infin
- Meaning: to send in, implant, inspire
- Root: ἐνίημι
- Parse:
- ἐνίημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to let go in
- to send in, send into, instill
- to evoke, inspire
- to infuse gradually
- Cognates:
ἀφίημι, ἀνίημι, διεξίημι, ἐγκαθίημι, ἐναφίημι, ἐνίημι, ἐξαφίημι, ἐξίημι, ἐπαφίημι, ἵημι, καθίημι, παρίημι, περίημι, προσίημι, συνίημι
- Forms:
- ἐνῆκας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- ἐνιέντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- ἐνικήθημεν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 1st Plur
- Root: νικάω
- ἔνιοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Meaning: some (out of group)
- Forms:
Plural Masc Fem Neut NOM ἔνιοι ἔνιαι ἔνια GEN ἐνίων DAT ἐνίοις ἐνίαις ἐνίοις ACC ἐνίους ἐνίας ἔνια
- ἐνίοτε
-
- Parse: Adverb
- Meaning: sometimes, at times
- ἐνισταμένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: ἐνίστημι
- ἐνίστατο
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Meaning: to put, place in
- Root: ἐνίστημι
- Parse:
- ἐνίστημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- Past tenses: to be present, have come
- Other tenses: to impend, be imminent, intend
- Middle Meaning:
- to begin
- to bring against
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- Forms:
- ἐνίσχυον
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Part: Pres Act Nom Sing Neut
- Root: ἐνισχύω
- Parse:
- ἐνισχύοντος
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχυόντων
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχύουσα
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Fem
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχύσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind/Imperative 2nd Plur
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχυσάτωσαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχύσεις
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχύσητε
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχύσουσι, ἐνισχύσουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχύσωμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 1st Plur
- Root: ἐνισχύω
- ἐνισχύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- Intransitive:
- to show oneself to be stronger than (someone)
ἐνισχύσει αὐτῷ Ἰακώβ
Jacob will prevail over him (Hos. 10:11) - to display strength (+μετὰ = against someone)
- to fight against
- to exert strong pressure (upon someone)
- to grow in intensity and severity; to gain strength
- to exert oneself; to make physical effort
- to grow strong, regain one's strength, prevail, intensify
- to hold firmly and devotedly to
- to show oneself to be stronger than (someone)
- Transitive:
- to strengthen, give strength to (+accusative person)
- to support, insist, urge (something) insistently
- Intransitive:
- Cognates:
ἀνισχύω, ἐνισχύω, ἐπισχύω, ἐξισχύω, ἰσχύω, κατισχύω, συνεπισχύω, ὑπερισχύω
- Forms: