- διϋλίζοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: διϋλίζω
- διϋλίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to filter out, strain at (probably by misprint in KJV Matt 23:24)
- Concord:
NT: Matt 23:24
LXX: Amos 6:6
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _ - Cognates:
- Forms:
- διϋλίζοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- διυλισμένον
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
- Root: διαυλίζω
- διυποβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw under, put under
- Note: Like ὑποβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- διυφασμένῃ
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: διυφαίνω
- διυφασμένον, διϋφασμένον
-
- Parse:
- Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
- Root: διυφαίνω
- Parse:
- διυφαίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to interweave, weave, fill up by weaving
- Cognates:
- Forms:
- διυφασμένῃ Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
- διυφασμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
- διυφασμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
- διυφή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: woven fabric
Feminine Noun Singular Plural NOM διυφή διυφαί GEN διυφῆς διυφῶν DAT διυφῇ διυφαῖς ACC διυφήν διυφάς VOC διυφή διυφαί