διτ-
δ
δα
δε
δη
δι
διτα-
δο
δρ
δυ
δω
διτάλαντον
Parse:
Noun: Nom/Acc Sing Neut
Meaning:
two talents, worth or weighing two talents
(of silver)
διττήν
Parse:
Adj: Acc Sing Fem
Root:
δισσός