δίς
  • Parse: Adverb
  • Meaning:
    • again, twice, once and again, doubly
    • twice as many, twice as much
δισεξάδελφος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισεξάδελφοςδισεξάδελφον
GENδισεξαδέλφου
DATδισεξαδέλφῳ
ACCδισεξάδελφον
VOCδισεξάδελφεδισεξάδελφον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισεξάδελφοιδισεξάδελφα
GENδισεξαδέλφων
DATδισεξαδέλφοις
ACCδισεξαδέλφουςδισεξάδελφα
VOCδισεξάδελφοιδισεξάδελφα
δίσκος
δίσκος
δίσκος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • discus (athletic throwing device, not the fish)
    • disc, quoit
    • gong (metal disk used make a loud noise)
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMδίσκοςδίσκοι
GENδίσκουδίσκων
DATδίσκῳδίσκοις
ACCδίσκονδίσκους
VOCδίσκεδίσκοι
δίσκου
δισμυριάδες
δισμυριάς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: double myriad, twenty thousand
  • Concord:

    NT: Rev. 9:16
    LXX: _
    Apocrypha: _
    Apostolic Fathers: _

  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδισμυριάςδισμυριάδες
GENδισμυριάδοςδισμυριάδων
DATδισμυριάδιδισμυριάσι(ν)
ACCδισμυριάδαδισμυριάδας
δισμύριοι
  • Parse: Adj: Nom Plur Masc
  • Meaning: twenty thousand
  • Forms:
    • δισμυρίους Adj: Acc Plur Masc
    • δισμυρίων Adj: Gen Plur MFN
δισμυρίους
δισμυρίων
δισσά
δισσάς
δισσῇ
δισσήν
δισσοί
δισσόν
δισσός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • double, both, two, twofold, twice as much
    • forming a pair
    • Figurative: divided
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισσόςδισσήδισσόν
GENδισσοῦδισσῆς
ης
δισσοῦ
DATδισσῷδισσῇδισσῷ
ACCδισσόνδισσήνδισσόν
VOCδισσέδισσήδισσόν
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισσοίδισσαίδισσά
GENδισσῶν
DATδισσοῖςδισσαῖςδισσοῖς
ACCδισσούςδισσάςδισσά
VOCδισσοίδισσαίδισσά
δισσῶς
δισταγμόν
δισταγμός
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: doubt
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMδισταγμόςδισταγμοί
GENδισταγμοῦδισταγμῶν
DATδισταγμῷδισταγμοῖς
ACCδισταγμόνδισταγμούς
VOCδισταγμέδισταγμοί
δισταγμῷ
διστάζοντες
διστάζουσι, διστάζουσιν
  • Parse:
    • Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
  • Root: διστάζω
διστάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to doubt
    • to hesitate, waver (in opinion)
    • to duplicate, i.e., (mentally)
  • Forms:
    • διστάζειν Verb: Pres Act Infin
    • διστάζοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διστάζουσι(ν) Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
    • διστάζουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • διστάζων Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • διστάσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
    • διστάσεις Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
    • διστάσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
    • ἐδίστασαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • ἐδίστασας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
διστάζων
διστάσεις
  • Parse:
    • Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
    • Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • Root: διστάζω
διστάσῃς
δίστομοι
δίστομον
δίστομος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδίστομοςδίστομον
GENδιστόμου
DATδιστόμῳ
ACCδίστομον
VOCδίστομεδίστομον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδίστομοιδίστομα
GENδιστόμων
DATδιστόμοις
ACCδιστόμουςδίστομα
VOCδίστομοιδίστομα
διστόμου
δισχίλια
δισχιλίᾳ
δισχίλιαι
δισχιλίαν
δισχιλίας
δισχίλιος
δισχίλιοι
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισχίλιοςδισχιλίαδισχίλιον
GENδισχιλίουδισχιλίαςδισχιλίου
DATδισχιλίῳδισχιλίᾳδισχιλίῳ
ACCδισχίλιονδισχιλίανδισχίλιον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισχίλιοιδισχίλιαιδισχίλια
GENδισχιλίων
DATδισχιλίοιςδισχιλίαιςδισχιλίοις
ACCδισχιλίουςδισχιλίαςδισχίλια
δισχιλίοις
δισχιλιοστός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: two thousandth
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισχιλιοστόςδισχιλιοστήδισχιλιοστόν
GENδισχιλιοστοῦδισχιλιοστῆς
ης
δισχιλιοστοῦ
DATδισχιλιοστῷδισχιλιοστῇδισχιλιοστῷ
ACCδισχιλιοστόνδισχιλιοστήνδισχιλιοστόν
VOCδισχιλιοστέδισχιλιοστήδισχιλιοστόν
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδισχιλιοστοίδισχιλιοσταίδισχιλιοστά
GENδισχιλιοστῶν
DATδισχιλιοστοῖςδισχιλιοσταῖςδισχιλιοστοῖς
ACCδισχιλιοστούςδισχιλιοστάςδισχιλιοστά
VOCδισχιλιοστοίδισχιλιοσταίδισχιλιοστά
δισχιλίους
δισχιλίων