- δίς
-
- Parse: Adverb
- Meaning:
- again, twice, once and again, doubly
- twice as many, twice as much
- δισεξάδελφος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: great-nephew
- Cognates:
ἀδελφός =brother, ἀνάδελφος=without sibling, ἀνδράδελφος=brother-in-law, αὐτάδελφος=belonging to sibling, γυναικάδελφος=wife’s brother, δισεξάδελφος=great-nephew, δυσάδελφος=unhappy brother, ἐξάδελφος=nephew, ἰσάδελφος=like a brother, λιπάδελφος=brotherless, μητράδελφος=uncle, aunt, μισάδελφος=hating brother, ὀλιγάδελφος=have few brothers, πατράδελφος=uncle, περισσάδελφος=many brothers, πολυάδελφος=many brothers, σπανάδελφος=few siblings, συνάδελφος=having a sibling, τριάδελφος=3 brothers, φιλάδελφος=love sibling, ψευδάδελφος=false brother
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM δισεξάδελφος δισεξάδελφον GEN δισεξαδέλφου DAT δισεξαδέλφῳ ACC δισεξάδελφον VOC δισεξάδελφε δισεξάδελφον Plural Masculine Feminine Neuter NOM δισεξάδελφοι δισεξάδελφα GEN δισεξαδέλφων DAT δισεξαδέλφοις ACC δισεξαδέλφους δισεξάδελφα VOC δισεξάδελφοι δισεξάδελφα

- δίσκος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- discus (athletic throwing device, not the fish)
- disc, quoit
- gong (metal disk used make a loud noise)
Masculine Noun Singular Plural NOM δίσκος δίσκοι GEN δίσκου δίσκων DAT δίσκῳ δίσκοις ACC δίσκον δίσκους VOC δίσκε δίσκοι
- δισμυριάδες
-
- Parse: Noun: Nom Plur Fem
- Root: δισμυριάς
- δισμυριάς
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: double myriad, twenty thousand
- Concord:
NT: Rev. 9:16
LXX: _
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _ - Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM δισμυριάς δισμυριάδες GEN δισμυριάδος δισμυριάδων DAT δισμυριάδι δισμυριάσι(ν) ACC δισμυριάδα δισμυριάδας
- δισμύριοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Meaning: twenty thousand
- Forms:
- δισμυρίους Adj: Acc Plur Masc
- δισμυρίων Adj: Gen Plur MFN
- δισμυρίους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: δισμύριοι
- δισσός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- double, both, two, twofold, twice as much
- forming a pair
- Figurative: divided
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM δισσός δισσή δισσόν GEN δισσοῦ δισσῆς
ηςδισσοῦ DAT δισσῷ δισσῇ δισσῷ ACC δισσόν δισσήν δισσόν VOC δισσέ δισσή δισσόν Plural Masculine Feminine Neuter NOM δισσοί δισσαί δισσά GEN δισσῶν DAT δισσοῖς δισσαῖς δισσοῖς ACC δισσούς δισσάς δισσά VOC δισσοί δισσαί δισσά
- δισσῶς
-
- Parse: Adverb
- Meaning:
- doubly, twice as much
- in two ways
- Cognates:
δισσῶς, ἐκπερισσῶς, περισσῶς, τρισσῶς, ὑπερεκπερισσῶς, ὑπερπερισσῶς
- δισταγμός
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: doubt
Masculine Noun Singular Plural NOM δισταγμός δισταγμοί GEN δισταγμοῦ δισταγμῶν DAT δισταγμῷ δισταγμοῖς ACC δισταγμόν δισταγμούς VOC δισταγμέ δισταγμοί
- διστάζοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: διστάζω
- διστάζουσι, διστάζουσιν
-
- Parse:
- Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
- Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: διστάζω
- Parse:
- διστάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to doubt
- to hesitate, waver (in opinion)
- to duplicate, i.e., (mentally)
- Forms:
- διστάζειν Verb: Pres Act Infin
- διστάζοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- διστάζουσι(ν) Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
- διστάζουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- διστάζων Part: Pres Act Nom Sing Masc
- διστάσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
- διστάσεις Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- διστάσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- ἐδίστασαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ἐδίστασας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- δίστομος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- two-edged, double-sided, with two edges
- doubly effective
- Cognates:
ἀκρότομος, ἀπότομος, ἄτομος, δίστομος, ἐμπερίτομος, λατόμος, σύντομος, τόμος, ὑλοτόμος
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM δίστομος δίστομον GEN διστόμου DAT διστόμῳ ACC δίστομον VOC δίστομε δίστομον Plural Masculine Feminine Neuter NOM δίστομοι δίστομα GEN διστόμων DAT διστόμοις ACC διστόμους δίστομα VOC δίστομοι δίστομα
- δισχίλιοι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Meaning: two thousand, 2000
- Cognates:
δισχίλιοι, ἐνακισχίλιοι, ἐννακισχίλιοι, ἑξακισχίλιοι, ἑπτακισχίλιοι, ὀκτακισχίλιοι, πεντακισχίλιοι, τετρακισχίλιοι, τρισχίλιοι, χίλιοι
- Forms:
Singular Masculine Feminine Neuter NOM δισχίλιος δισχιλία δισχίλιον GEN δισχιλίου δισχιλίας δισχιλίου DAT δισχιλίῳ δισχιλίᾳ δισχιλίῳ ACC δισχίλιον δισχιλίαν δισχίλιον Plural Masculine Feminine Neuter NOM δισχίλιοι δισχίλιαι δισχίλια GEN δισχιλίων DAT δισχιλίοις δισχιλίαις δισχιλίοις ACC δισχιλίους δισχιλίας δισχίλια
- δισχιλίοις
-
- Parse: Adj: Dat Plur Masc/Neut
- Root: δισχίλιοι
- δισχιλιοστός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: two thousandth
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM δισχιλιοστός δισχιλιοστή δισχιλιοστόν GEN δισχιλιοστοῦ δισχιλιοστῆς
ηςδισχιλιοστοῦ DAT δισχιλιοστῷ δισχιλιοστῇ δισχιλιοστῷ ACC δισχιλιοστόν δισχιλιοστήν δισχιλιοστόν VOC δισχιλιοστέ δισχιλιοστή δισχιλιοστόν Plural Masculine Feminine Neuter NOM δισχιλιοστοί δισχιλιοσταί δισχιλιοστά GEN δισχιλιοστῶν DAT δισχιλιοστοῖς δισχιλιοσταῖς δισχιλιοστοῖς ACC δισχιλιοστούς δισχιλιοστάς δισχιλιοστά VOC δισχιλιοστοί δισχιλιοσταί δισχιλιοστά
- δισχιλίους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: δισχίλιοι