σύντομα
σύντομον
σύντομος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMσύντομοςσύντομον
GENσυντόμου
DATσυντόμῳ
ACCσύντομον
VOCσύντομεσύντομον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMσύντομοισύντομα
GENσυντόμων
DATσυντόμοις
ACCσυντόμουςσύντομα
VOCσύντομοισύντομα
συντόμως
  • Parse: Adverb
  • Meaning:
    • Of Time: in a short time, promptly, readily, suddenly
    • Of Time: forthwith, without delay
    • Of discourse: concisely, briefly, in a few words
  • Cognates:

    ἀποτόμως, συντόμως

σύντονον
σύντονος
συντονώτερον