- τοι
-
- Parse: particle
- Meaning: and yet, nevertheless, though, surely, furthermore, besides
- Note: Always γε τοί
- Note: It reinforces the truth of a statement
- Combination:
- γέ τοι = indeed
- εἰ μέντοι = if, however
- καίτοι γε = and yet; though, of course
- πέρας γέ τοι = furthermore
LIST OF PARTICLES
ἀμήν, ἄν, γέ, δη, εἰ μή(ν), μέν, μή, μήγε, νή (ναί), οὐ, οὐ μή, πέρ, ποτέ, πού (πώς), τοί
- τοιᾶσδε
-
- Parse: Demonstrative Pronoun: Gen Sing Fem
- Meaning: such, such as this, as follows, after this manner
- Forms:
- τοιάδε Demonstrative ProNoun: Nom/Acc Plur Neut
- τοιγαροῦν
-
- Parse: particle
- Meaning: truly then, consequently, therefore, for that very reason, well then
- τοίνυν
-
- Parse: particle/Conjunction
- Meaning:
- truly now, accordingly, then, therefore, hence, indeed, so
- if that is the case, then ...
- Concord:
NT: Luke 20:25; 1Cor 9:26; Heb 13:13; Jas 2:24
LXX: _
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- τοιόνδε
-
- Parse:
- Pronoun: Nom/Acc Sing Neut
- Pronoun: Acc Sing Masc
- Root: τοιόσδε
- Parse:
- τοῖος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: of such a kind, such
- Forms:
- τοῖα Adj: Nom/Acc Plur Neut
- τοιόσδε
-
- Parse: Conjunction
- Meaning:
- such as this, of this kind
- such as the following
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- τοιοῦτος
-
- Parse: Demonstrative Pronoun: Nom Sing Masc
- Adjectival Meaning:
- such (e.g., such wisdom, such power, such things)
- of such a kind, such as this
- Substantival Meaning:
- such (e.g., such a one, such a person)
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM τοιοῦτος τοιαύτη τοιοῦτο
τοιοῦτονGEN τοιούτου τοιαύτης τοιούτου DAT τοιούτῳ τοιαύτῃ τοιούτῳ ACC τοιοῦτον τοιαύτην τοιοῦτο
τοιοῦτονPlural Masc Fem Neut NOM τοιοῦτοι τοιαῦται τοιαῦτα GEN τοιούτων DAT τοιούτοις τοιαύταις τοιούτοις ACC τοιούτους τοιαύτας τοιαῦτα
- τοῖχος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- wall
- mason, brick-layer, worker in stone
Masculine Noun Singular Plural NOM τοῖχος τοῖχοι GEN τοίχου τοίχων DAT τοίχῳ τοίχοις ACC τοῖχον τοίχους VOC τοῖχε τοῖχοι
- τοκάς
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- breeding stock
- brood (e.g., brood-mare)
- having just brought forth a child or litter
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM τοκάς τοκάδες GEN τοκάδος τοκάδων DAT τοκάδι τοκάσι(ν) ACC τοκάδα τοκάδας
- τοκετός
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- childbirth
- labour (in child bearing), child bearing, giving birth
- bringing forth (of animals)
- birth, being born
Masculine Noun Singular Plural NOM τοκετός τοκετοί GEN τοκετοῦ τοκετῶν DAT τοκετῷ τοκετοῖς ACC τοκετόν τοκετούς VOC τοκετέ τοκετοί
- τόκος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- childbirth
- usury, interest, compound interest
- financial oppression
Masculine Noun Singular Plural NOM τόκος τόκοι GEN τόκου τόκων DAT τόκῳ τόκοις ACC τόκον τόκους VOC τόκε τόκοι
- τόλμα
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- audacity, daring, courage, boldness, recklessness
- challenging and daring attitude
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM τόλμα τόλμαι GEN τόλμας
τόλμηςτόλμαν DAT τόλμῃ τόλμαις ACC τόλμαν τόλμας
- τολμάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to have courage to, be brave enough to, be bold to do (+Infin)
- to venture, dare to
- to challenge and dare to do (something)
- to presume, bring oneself
- to be courageous
- to endure
- Cognates:
- Forms:
- τολμηρόν
-
- Parse:
- Adj: Nom Sing Neut
- Adj: Acc Sing MFN
- Root: τολμηρός
- Parse:
- τολμηρός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Fem
- Note: For comparative, see τολμηρότερος
- Meaning: bold, daring, audacious, hardihood, reckless
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM τολμηρός τολμηρά τολμηρόν GEN τολμηροῦ τολμηρᾶς τολμηροῦ DAT τολμηρῷ τολμηρᾷ τολμηρῷ ACC τολμηρόν τολμηράν τολμηρόν Plural Masc Fem Neut NOM τολμηροί τολμηραί τολμηρά GEN τολμηρῶν DAT τολμηροῖς τολμηραῖς τολμηροῖς ACC τολμηρούς τολμηράς τολμηρά
- τολμηρούς
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: τολμηρός
- τολμηρότερον
-
- Parse:
- Adverb
- Comparative Adj: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: more daring, the more boldly
- Root: τολμηρότερος
- Parse:
- τολμηρότερος
-
- Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
- Note: Comparative of τολμηρός
- Meaning: more bold, more daring, more audacious
Comparative Singular Masculine Feminine Neuter NOM τολμηρότερος τολμηροτέρα τολμηρότερον GEN τολμηροτέρου τολμηροτέρας τολμηροτέρου DAT τολμηροτέρῳ τολμηροτέρᾳ τολμηροτέρῳ ACC τολμηρότερον τολμηροτέραν τολμηρότερον VOC τολμηρότερε τολμηροτέρα τολμηρότερε Plural Masculine Feminine Neuter NOM τολμηρότεροι τολμηρότεραι τολμηρότερα GEN τολμηροτέρων DAT τολμηροτέροις τολμηροτέραις τολμηροτέροις ACC τολμηροτέρους τολμηροτέρας τολμηρότερα
- τολμηρότερως
-
- Parse: Adverb
- Root: τολμηρότερον
- τολμήσαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: τολμάω
- τολμήσῃ
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
- Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: τολμάω
- Parse:
- τολμήσουσι, τολμήσουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: τολμάω
- τολμητής
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: a daring (man), audacious (man), presumptuous (person)
- Forms:
Masculine Noun Singular Plural NOM τολμητής τολμηταί GEN τολμητοῦ τολμητῶν DAT τολμητῇ τολμηταῖς ACC τολμητήν τολμητάς VOC τολμητά τολμηταί
- τολύπη
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- gourd, pumpkin
- a clew of wool, ball of wool
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM τολύπη τολύπαι GEN τολύπης τολυπῶν DAT τολύπῃ τολύπαις ACC τολύπην τολύπας VOC τολύπη τολύπαι
- τομή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- pruning, act of cutting
- stump, stock, the part cut off (from a vine)
- Cognates:
ἀνατομή, ἀποτομή, ἐπιτομή, κατατομή, περιτομή, προτομή, τομή
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM τομή τομαί GEN τομῆς τομῶν DAT τομῇ τομαῖς ACC τομήν τομάς VOC τομή τομαί
- τομήν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: τομή
- τομίς
-
Feminine Noun Singular Plural NOM τομίς τομίδες GEN τομίδος τομίδων DAT τομίδι τομίσι(ν) ACC τομίδα τομίδας VOC τομίς τομίδες
- τόμος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- scroll, volume, roll (of papyrus)
- a cut, cutting, slice, a piece cut off from something else
- Cognates:
ἀκρότομος, ἀπότομος, ἄτομος, δίστομος, ἐμπερίτομος, λατόμος, σύντομος, τόμος, ὑλοτόμος
Masculine Noun Singular Plural NOM τόμος τόμοι GEN τόμου τόμων DAT τόμῳ τόμοις ACC τόμον τόμους VOC τόμε τόμοι
- τολμῶντα
-
- Parse:
- Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- Root: τολμάω
- Parse:
- τομώτερος
-
- Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
- Note: Comparative of τομός
- Meaning: sharper
Comparative Singular Masculine Feminine Neuter NOM τομώτερος τομωτέρα τομώτερον GEN τομωτέρου τομωτέρας τομωτέρου DAT τομωτέρῳ τομωτέρᾳ τομωτέρῳ ACC τομώτερον τομωτέραν τομώτερον VOC τομώτερε τομωτέρα τομώτερε Plural Masculine Feminine Neuter NOM τομώτεροι τομώτεραι τομώτερα GEN τομωτέρων DAT τομωτέροις τομωτέραις τομωτέροις ACC τομωτέρους τομωτέρας τομώτερα
- τόνος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- sinew, tendon
- tension, force, lasting quality, stretch
- Cognates:
Masculine Noun Singular Plural NOM τόνος τόνοι GEN τόνου τόνων DAT τόνῳ τόνοις ACC τόνον τόνους VOC τόνε τόνοι
- τοξευθείς
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Sing Masc
- Root: τοξεύω
- τόξευμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- arrow
- archer, bowman
- Forms:
Neuter Noun Singular Plural NOM τόξευμα τοξεύματα GEN τοξεύματος τοξευμάτων DAT τοξεύματι τοξεύμασι(ν) ACC τόξευμα τοξεύματα VOC τόξευμα τοξεύματα
- τοξεύμασι, τοξεύμασιν
-
- Parse: Noun: Dat Plur Masc
- Root: τόξευμα
- τοξεύματος
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Root: τόξευμα
- τοξευμάτων
-
- Parse: Noun: Gen Plur Neut
- Root: τόξευμα
- τοξεύοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: τοξεύω
- τοξεύσας
-
- Parse:
- Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: τοξεύω
- Parse:
- τοξεύσουσι, τοξεύσουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: τοξεύω
- τοξεύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to shoot (an arrow with a bow)
- Cognates:
- Forms:
- ἐτόξευσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- ἐτόξευσε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- τοξεύοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- τοξεύσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- τοξεύσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- τόξευσον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- τοξεύσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- τοξικῆς
-
- Parse: Adj: Gen Sing Fem
- Root: τοξικός
- τοξικός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- archway, loophole (a narrow vertical slit in a wall for looking through)
- of or for the archery bow
- Forms:
Masculine Singular Plural NOM τοξικός τοξικοί GEN τοξικοῦ τοξικῶν DAT τοξικῷ τοξικοῖς ACC τοξικόν τοξικούς VOC τοξικέ τοξικοί
- τόξον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- bow (archery weapon)
- rainbow, bow in the clouds
- Plural: bow and arrows
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM τόξον τόξα GEN τόξου τόξων DAT τόξῳ τόξοις ACC τόξον τόξα
- τοξότης
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: archer, bowman
- Forms:
Masculine Singular Plural NOM τοξότης τοξόται GEN τοξότου τοξοτῶν DAT τοξότῃ τοξόταις ACC τοξότην τοξότας
- τοπάζιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: topaz (gem), chrysolite
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM τοπάζιον τοπάζια GEN τοπαζίου τοπαζίων DAT τοπαζίῳ τοπαζίοις ACC τοπάζιον τοπάζια
- τοπαρχής
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: local governor, supervisor, district governor
- Forms:
Masculine Noun Singular Plural NOM τοπαρχής τοπαρχαί GEN τοπαρχοῦ τοπαρχῶν DAT τοπαρχῇ τοπαρχαῖς ACC τοπαρχήν τοπαρχάς VOC τοπαρχά τοπαρχαί
- τοπαρχία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: a district governed by a local governor (i.e., τοπαρχής)
- Cognates:
αὐλαρχία, μεριδαρχία, συναρχία, τοπαρχία, φιλαρχία, χιλιαρχία
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM τοπαρχία τοπαρχίαι GEN τοπαρχίας τοπαρχιῶν DAT τοπαρχίᾳ τοπαρχίαις ACC τοπαρχίαν τοπαρχίας VOC τοπαρχία τοπαρχίαι
- τοποθεσία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: rank (of angels), arrangement (of stars), topography
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM τοποθεσία τοποθεσίαι GEN τοποθεσίας τοποθεσιῶν DAT τοποθεσίᾳ τοποθεσίαις ACC τοποθεσίαν τοποθεσίας VOC τοποθεσία τοποθεσίαι
- τοποθεσίας
-
- Parse:
- Noun: Gen Sing Fem
- Noun: Acc Plur Fem
- Root: τοποθεσία
- Parse:
- τόπος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- place, position, region
- location
- occasion, opportunity
- Plural: regions, districts
Masculine Noun Singular Plural NOM τόπος τόποι GEN τόπου τόπων DAT τόπῳ τόποις ACC τόπον τόπους VOC τόπε τόποι
- τορευτός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: carved, worked in relief, elaborate, chased
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM τορευτός τορευτή τορευτόν GEN τορευτοῦ τορευτῆς τορευτοῦ DAT τορευτῷ τορευτῇ τορευτῷ ACC τορευτόν τορευτήν τορευτόν Plural Masc Fem Neut NOM τορευτοί τορευταί τορευτά GEN τορευτῶν τορευτῶν τορευτῶν DAT τορευτοῖς τορευταῖς τορευτοῖς ACC τορευτούς τορευτάς τορευτά
- τορνευτός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: worked with a chisel, turned on a lathe
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM τορνευτός τορνευτή τορνευτόν GEN τορνευτοῦ τορνευτῆς τορνευτοῦ DAT τορνευτῷ τορνευτῇ τορνευτῷ ACC τορνευτόν τορνευτήν τορνευτόν Plural Masc Fem Neut NOM τορνευτοί τορνευταί τορνευτά GEN τορνευτῶν τορνευτῶν τορνευτῶν DAT τορνευτοῖς τορνευταῖς τορνευτοῖς ACC τορνευτούς τορνευτάς τορνευτά
- τόσος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: so great, so much more
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM τόσος τόση τόσον GEN τόσου τόσης τόσου DAT τόσῳ τόσῃ τόσῳ ACC τόσον τόσην τόσον VOC τόσε τόση τόσε Plural Masc Fem Neut NOM τόσοι τόσαι τόσα GEN τόσων τόσων τόσων DAT τόσοις τόσαις τόσοις ACC τόσους τόσας τόσα VOC τόσοι τόσαι τόσα
- τοσοῦτος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- so great, so large, so far, so much, so strong, so long
- as much as, more than
- so many, so much (e.g., so many people)
- so much, as much (i.e., up to a certain degree, e.g., I sold the house for so much and not a penny more)
- Correlative: the more ... the more (e.g., the more he laughed, the more I cried)
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM τοσοῦτος τοσαύτη τοσοῦτο GEN τοσούτου τοσαύτης
τοσαύταςτοσούτου DAT τοσούτῳ τοσαύτῃ τοσούτῳ ACC τοσοῦτον τοσαύτην τοσοῦτο Plural Masc Fem Neut NOM τοσοῦτοι τοσαῦται τοσαῦτα GEN τοσούτων τοσούτων τοσούτων DAT τοσούτοις τοσούταις τοσούτοις ACC τοσούτους τοσαύτας τοσαῦτα
- τότε
-
- Parse: Adverb
- Meaning:
- that time, then
- after that
τότε δή
the very time
- τού
-
- Parse: Pronoun: Gen Sing
- Root: τις
- τοὐναντίον
-
- Parse: Conjunction
- Note: contraction of τοῦ + ἐναντίον
- Meaning: opposite, on the contrary, contrariwise
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- τοὔνομα
-
- Parse: Conjunction
- Note: contraction of τό + ὄνομα
- Meaning: named, the name is
LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- τουτέστι
-
- Parse: Adverb
- Note: Crasis of τοῦτ᾿ ἔστιν
- Meaning: that is, that is to say
- Forms:
- τουτέστιν Adverb