- προσκαθήκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be appropriate to
- προσκαθίστημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to appoint besides, appoint to
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- Forms:
- προσκατέστησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- πρόσκαιρα
-
- Parse: Adj: Nom/Acc Plur Neut
- Root: πρόσκαιρος
- πρόσκαιροι
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Root: πρόσκαιρος
- πρόσκαιρον
-
- Parse: Adj: Acc Sing Masc/Fem
- Root: πρόσκαιρος
- πρόσκαιρος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- temporary
- lasting for awhile
- enduring for a time
- seasonal
- temporal
- occasional
- Cognates:
- Forms:
- πρόσκαιρα Adj: Nom/Acc Plur Neut
- πρόσκαιροι Adj: Nom Plur Masc
- πρόσκαιρον Adj: Acc Sing Fem
- προσκαίρου Adj: Gen Sing Fem
- προσκαίρου
-
- Parse: Adj: Gen Sing MFN
- Root: πρόσκαιρος
- προσκαλεῖται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προσκαλέω
- προσκαλέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προσκαλέω
- προσκαλεσάμενοι
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- Root: προσκαλέω
- προσκαλεσάμενος
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- Root: προσκαλέω
- προσκαλεσαμένου
-
- Parse: Part: Aor Mid Gen Sing Masc/Neut
- Root: προσκαλέω
- προσκαλεσάσθω
-
- Parse: Verb: Aor Mid Imperative 3rd Sing
- Root: προσκαλέω
- προσκαλέσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: προσκαλέω
- προσκαλέσηται
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 3rd Sing
- Root: προσκαλέω
- προσκαλέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to summon, call on, call to
- to invoke
- Middle Meaning:
- to call on
- to summon, demand the presence of
- to call to oneself
- to speak to, address
- to invite
- to induce
- to attempt to recruit as an ally
- Passive Meaning:
- to be called
- Cognates:
ἀνακαλέω, ἀντικαλέω, ἐγκαλέω, εἰσκαλέω, ἐκκαλέω, ἐπικαλέω, καλέω, μετακαλέω, παρακαλέω, προεπικαλέω, προκαλέω, προσκαλέω, προσπαρακαλέω, συγκαλέω, συμπαρακαλέω
- Forms:
- προσκαλουμένη
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: προσκαλέω
- προσκαλούμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: προσκαλέω
- προσκαρτερεῖτε
-
- Parse: Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτερέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to adhere to, persevere, persist in making appearances
- to attach oneself to, wait on, be faithful to (someone)
- to make a determined effort, devote oneself
- to persist diligently
- to hold fast to (something)
- to continue in (something), persevere in (something)
- to spend much time in, wait patiently
- Passive Meaning:
- to be diligently employed
- to busy oneself with, be busily engaged in, be devoted to
- Cognates:
- Forms:
- προσκαρτερῶμεν Verb: Pres Act Subj 1st Plur
- προσεκαρτέρουν Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- προσεκαρτέρουν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- προσκαρτερεῖτε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
- προσκαρτερῇ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- προσκαρτερήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- προσκαρτερήσομεν Verb: Fut Act Ind 1st Plur
- προσκαρτεροῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- προσκαρτερούντων Part: Pres Act Gen Plur Masc
- προσκαρτερῶ Verb: Pres Act Ind 1st Sing
- προσκαρτερῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
- προσκαρτερῇ
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτερήσαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτερήσει
-
- Parse: Noun: Dat Sing Fem
- Root: προσκαρτέρησις
- προσκαρτέρησις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: perseverance, persistency, patience
Feminine Noun Singular Plural NOM προσκαρτέρησις προσκαρτερήσεις GEN προσκαρτερήσεως προσκαρτερήσεων DAT προσκαρτερήσει προσκαρτερήσεσι(ν) ACC προσκαρτέρησι(ν) προσκαρτερήσεις
- προσκαρτερήσομεν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Plur
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτεροῦντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτερούντων
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτερῶ
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτερῶμεν
-
- Parse: Verb: Pres Act Subj 1st Plur
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαρτερῶν
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: προσκαρτερέω
- προσκαταβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw down, overthrow
- Note: Like καταβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προσκαταλείπω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to have a surplus
προσκατέλιπον
they had a surplus (Ex 36:7) - to leave besides (as a legacy)
- to leave over (as surplus)
- to have a surplus
- Cognates:
ἀπολείπω, διαλείπω, ἐγκαταλείπω, ἐκλείπω, ἐλλείπω, ἐπιλείπω, καταλείπω, λείπω, παραλείπω, παρεκλείπω, περιλείπω, προσκαταλείπω, ὑπολείπω
- Forms:
- προσκατέλιπον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- προσκατέλιπον
-
- Parse:
- Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
- Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προσκαταλείπω
- Parse:
- προσκατέστησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: προσκαθίστημι
- πρόσκαυμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: soot, result of burning, burned, burn marks, scorch marks
- Cognates:
Neuter Noun Singular Plural NOM πρόσκαυμα προσκαύματα GEN προσκαύματος προσκαυμάτων DAT προσκαύματι προσκαύμασι(ν) ACC πρόσκαυμα προσκαύματα VOC πρόσκαυμα προσκαύματα
- πρόσκειμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to lie beside, cling to, hold fast to
- to reside alongside
- to be placed
- to act with dedication and devotion
- to be attached to, be involved in, absorbed in, devoted to
- to urge, entreat, solicit
- to be assigned to, fall to, belong to
- to be added to, attached to
- Cognates:
κεῖμαι, ἀνακεῖμαι, ἀντίκειμαι, ἀποκεῖμαι, ἀπόκειμαι, διάκειμαι, ἐγκεῖμαι, ἐπίκειμαι, κατάκειμαι, παράκειμαι, περίκειμαι, πρόκειμαι, πρόσκειμαι, σύγκειμαι, συνανάκειμαι, ὑπόκειμαι
- Forms:
- προσκεινται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- προσκειμένας Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Fem
- προσκείμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- προσκειμένοις Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- προσκείμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- προσκειμένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- προσκειμένῳ Part: Pres Mid/Pass Dat Sing Masc
- προσκειμένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
- πρόσκεισαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- προσκεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- πρόσκειται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- προσκειμένας
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Fem
- Root: πρόσκειμαι
- προσκείμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: πρόσκειμαι
- προσκειμένοις
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: πρόσκειμαι
- προσκείμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: πρόσκειμαι
- προσκειμένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: πρόσκειμαι
- προσκειμένῳ
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Sing Masc/Neut
- Root: πρόσκειμαι
- προσκειμένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: πρόσκειμαι
- προσκεινται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: πρόσκειμαι
- πρόσκεισαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- Root: πρόσκειμαι
- προσκεῖσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: πρόσκειμαι
- πρόσκειται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: πρόσκειμαι
- προσκέκλημαι
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προσκαλέω
- προσκέκληται
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προσκαλέω
- προσκεκυνήκασιν
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκεφάλαια
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: προσκεφάλαιον
- προσκεφάλαιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- pillow; something for the head, i.e., a cushion
- royal treasure chamber
- Cognates:
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM προσκεφάλαιον προσκεφάλαια GEN προσκεφαλαίου προσκεφαλαίων DAT προσκεφαλαίῳ προσκεφαλαίοις ACC προσκεφάλαιον προσκεφάλαια
- προσκεφαλαίου
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Root: προσκεφάλαιον
- προσκεφαλή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: toward the head
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM προσκεφαλή προσκεφαλαί GEN προσκεφαλῆς προσκεφαλῶν DAT προσκεφαλῇ προσκεφαλαῖς ACC προσκεφαλήν προσκεφαλάς VOC προσκεφαλή προσκεφαλαί
- προσκεφαλῆς
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: προσκεφαλή
- προσκήνιον
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: entrance of a tent, tent entrance, tent front
- Forms:
Neuter Singular Plural NOM προσκήνιον προσκήνια GEN προσκηνίου προσκηνίων DAT προσκηνίῳ προσκηνίοις ACC προσκήνιον προσκήνια
- προσκληθείς
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom Sing Masc
- Root: προσκαλέω
- προσκληρόω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to allot, assign
- Passive Meaning:
- to be attached to, join with (someone)
- Cognates:
- Forms:
- προσεκληρώθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- πρόσκλησιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: πρόσκλησις
- πρόσκλησις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: a calling forth, judicial summons, citation, official summons
- Cognates:
Feminine Noun Singular Plural NOM πρόσκλησις προσκλήσεις GEN προσκλήσεως προσκλήσεων DAT προσκλήσει προσκλήσεσι(ν) ACC πρόσκλησι(ν) προσκλήσεις
- προσκλιθῆναι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Infin
- Root: προσκλίνω
- προσκλίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to lean against
- to incline toward
- to participate with
- Passive Meaning:
- to be attached to
- to incline toward
- Cognates:
κλίνω, ἀνακλίνω, ἀποκλίνω, ἐκκλίνω, ἐπικλίνω, κατακλίνω, παρακλίνω, παρανακλίνω, προσκλίνω
- Forms:
- προσεκλίθητε Verb: Aor Pass Ind 2nd Plur
- προσεκλίθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- προσεκέκλιτο Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- προσκλίσεις
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Fem
- Root: πρόσκλισις
- προσκλίσεως
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: πρόσκλισις
- πρόσκλισιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: πρόσκλισις
- πρόσκλισις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- inclination, a leaning toward
- proclivity, bias, predilection, predisposition
- partiality, favouritism
- Cognates:
Feminine Noun Singular Plural NOM πρόσκλισις προσκλίσεις GEN προσκλίσεως προσκλίσεων DAT προσκλίσει προσκλίσεσι(ν) ACC πρόσκλισι(ν) προσκλίσεις
- πρόσκλιτον
-
- Parse: Noun: Nom Sing Neut
- Meaning: couch
- Cognates:
- προσκολλᾶσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: προσκολλάω
- προσκολλάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to adhere closely to, stick together, attach firmly
- to cling to, cleave to, hold fast to
- to be faithful to, devoted to
- to join (someone)
- Middle Meaning:
- to enter into a close relationship with
- to attach closely
- Cognates:
- Forms:
- προσεκλήθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- προσεκολλήθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- προσκολλᾶσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- προσκολληθήσεσθε Verb: Fut Pass Ind 2nd Plur
- προσκολληθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- προσκολληθήσονται Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
- προσκολλήθητι Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
- προσκολλήσαι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- προσκολλήσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
- προσκολλώμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- προσκολληθήσεσθε
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 2nd Plur
- Root: προσκολλάω
- προσκολληθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: προσκολλάω
- προσκολληθήσονται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
- Root: προσκολλάω
- προσκολλήθητι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
- Root: προσκολλάω
- προσκολλήσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: προσκολλάω
- Parse:
- προσκολλήσω
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Sing
- Root: προσκολλάω
- προσκολλώμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: προσκολλάω
- πρόσκομμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- offence, stumbling
- the stumbling itself
- the cause of stumbling, stumbling block, stumbling stone
- obstacle, hindrance
- occasion of offence
- occasion of apostasy
- Cognates:
- Forms:
Neuter Noun Singular Plural NOM πρόσκομμα προσκόμματα GEN προσκόμματος προσκομμάτων DAT προσκόμματι προσκόμμασι(ν) ACC πρόσκομμα προσκόμματα VOC πρόσκομμα προσκόμματα
- προσκόμματα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: πρόσκομμα
- προσκόμματι
-
- Parse: Noun: Dat Sing Neut
- Root: πρόσκομμα
- προσκόμματος
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Root: πρόσκομμα
- προσκοπή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: offence; a stumbling, i.e., (figuratively and concretely) occasion of sin
- Cognates:
διακοπή, ἐγκοπή, ἐπικοπή, κατακοπή, κοπή, προκοπή, προσκοπή, συγκοπή
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM προσκοπή προσκοπαί GEN προσκοπῆς προσκοπῶν DAT προσκοπῇ προσκοπαῖς ACC προσκοπήν προσκοπάς VOC προσκοπή προσκοπαί
- προσκόπτει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: προσκόπτω
- προσκόπτειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: προσκόπτω
- προσκόπτουσι, προσκόπτουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: προσκόπτω
- προσκόπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to strike one thing against another, beat upon, dash
- to collide
- to make forceful contact
- to stumble (at), stub (one's foot on), trip up
- to stumble on (something)
- to take offence at, feel repugnance for, reject
- to give offence, commit an offence
- Cognates:
ἀνακόπτω, ἀποκόπτω, διακόπτω, ἐγκόπτω, ἐκκόπτω, κατακόπτω, κόπτω, περικόπτω, προκόπτω, προσκόπτω, συγκόπτω
- Forms:
- προσκόψουσι, προσκόψουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: προσκόπτω
- προσκόψωμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 1st Plur
- Root: προσκόπτω
- προσκρούσας
-
- Parse:
- Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: προσκρούω
- Parse:
- προσκρούσει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: προσκρούω
- προσκρούω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to strike against (something), knock against
- to stumble, tumble
- to collide with
- to attack
- Cognates:
ἀνακρούω, ἐγκρούω, ἐκκρούω, ἐπικρούω, κατακρούω, κρούω, παρακρούω, προσκρούω
- Forms:
- προσέκρουε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- προσκρούσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- προσκρούων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: προσκρούω
- προσκτάομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to gain also
- to win over (someone)
- προσκτᾶται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 3rd Sing
- Root: προσκτάομαι
- προσκυλίσας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: προσκυλίω
- προσκυλίω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to roll (up to) i.e., block against
- to roll towards i.e., block against
- Cognates:
ἀνακυλίω, ἀποκυλίω, ἐγκυλίω, ἐπικυλίω, κατακυλίω, κυλίω, προσκυλίω
- Forms:
- προσεκύλισε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προσεκύλισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- προσκυλίσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
- προσκυνεῖν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: προσκυνέω
- προσκυνεῖς
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
- Root: προσκυνέω
- προσκυνεῖσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: προσκυνέω
- προσκυνεῖτε
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Imperative 2nd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυνῆσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: προσκυνέω
- Parse:
- προσκυνήσαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: προσκυνέω
- προσκυνησάντων
-
- Parse: Part: Aor Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυνησάτωσαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσει
-
- Parse #1: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: προσκυνέω
- ----------
- Parse #2: Noun: Dat Sing Fem
- Root: προσκύνησις
- προσκυνήσεις
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσετε
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσεων
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: προσκύνησις
- προσκυνήσῃ
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσῃς
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσητε
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκύνησις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: adoration, obeisance, worship
Feminine Noun Singular Plural NOM προσκύνησις προσκυνήσεις GEN προσκυνήσεως προσκυνήσεων DAT προσκυνήσει προσκυνήσεσι(ν) ACC προσκύνησι(ν) προσκυνήσεις
- προσκυνήσομεν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 1st Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκύνησον
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσουσι, προσκυνήσουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσω
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Subj 1st Sing
- Verb: Fut Act Ind 1st Sing
- Root: προσκυνέω
- Parse:
- προσκυνήσωμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 1st Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσων
-
- Parse: Part: Fut Act Nom Sing Masc
- Root: προσκυνέω
- προσκυνήσωσι, προσκυνήσωσιν
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
- Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
- Root: προσκυνέω
- Parse:
- προσκυνηταί
-
- Parse: Noun: Nom Plur Masc
- Root: προσκυνητής
- προσκυνητής
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: worshipper, an adorer
Masculine Noun Singular Plural NOM προσκυνητής προσκυνηταί GEN προσκυνητοῦ προσκυνητῶν DAT προσκυνητῇ προσκυνηταῖς ACC προσκυνητήν προσκυνητάς VOC προσκυνητά προσκυνηταί
- προσκυνοῦμεν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 1st Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυνούμενα
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: προσκυνέω
- Parse:
- προσκυνούμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: προσκυνέω
- Parse:
- προσκυνοῦντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Root: προσκυνέω
- προσκυνοῦντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: προσκυνέω
- προσκυνοῦντος
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: προσκυνέω
- προσκυνούντων
-
- Parse:
- Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
- Root: προσκυνέω
- Parse:
- προσκυνοῦσα
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Fem
- Root: προσκυνέω
- προσκυνοῦσι, προσκυνοῦσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: προσκυνέω
- προσκυροῦσαν
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Sing Fem
- Root: προσκυρέω
- προσκύψασα
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Fem
- Root: προσκύπτω