προσκαθήκω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to be appropriate to
προσκαθίστημι
πρόσκαιρα
πρόσκαιροι
πρόσκαιρον
πρόσκαιρος
προσκαίρου
προσκαίω
προσκαλεῖται
προσκαλέομαι
προσκαλεσάμενοι
προσκαλεσάμενος
προσκαλεσαμένου
προσκαλεσάσθω
προσκαλέσεται
προσκαλέσηται
προσκαλέω
Present
  • προσκαλέομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • προσκαλουμένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
  • προσκαλούμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • προσκαλεῖται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
Imperfect
  • προσεκαλούμην Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 1st Sing
  • προσεκαλοῦντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
Future
  • προσκαλέσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
Aorist
  • προσεκαλέσαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
  • προσεκαλέσατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • προσεκλήθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • προσκαλεσάμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
  • προσκαλεσάμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
  • προσκαλεσαμένου Part: Aor Mid Gen Sing Masc
  • προσκληθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
  • προσκαλέσηται Verb: Aor Mid Subj 3rd Sing
  • προσκαλεσάσθω Verb: Aor Mid Imperative 3rd Sing
Perfect
  • προσκέκλημαι Verb: Perf Mid/Pass Ind 1st Sing
  • προσκέκληται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
προσκαλουμένη
προσκαλούμενος
προσκαρτερεῖτε
προσκαρτερέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to adhere to, persevere, persist in making appearances
    • to attach oneself to, wait on, be faithful to (someone)
    • to make a determined effort, devote oneself
    • to persist diligently
    • to hold fast to (something)
    • to continue in (something), persevere in (something)
    • to spend much time in, wait patiently
  • Passive Meaning:
    • to be diligently employed
    • to busy oneself with, be busily engaged in, be devoted to
  • Cognates:

    διακαρτερέω, ἐγκαρτερέω, καρτερέω, προσκαρτερέω

  • Forms:
    • προσκαρτερῶμεν Verb: Pres Act Subj 1st Plur
    • προσεκαρτέρουν Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • προσεκαρτέρουν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
    • προσκαρτερεῖτε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
    • προσκαρτερῇ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • προσκαρτερήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
    • προσκαρτερήσομεν Verb: Fut Act Ind 1st Plur
    • προσκαρτεροῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • προσκαρτερούντων Part: Pres Act Gen Plur Masc
    • προσκαρτερῶ Verb: Pres Act Ind 1st Sing
    • προσκαρτερῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
προσκαρτερῇ
προσκαρτερήσαντες
προσκαρτερήσει
προσκαρτέρησις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: perseverance, persistency, patience
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπροσκαρτέρησιςπροσκαρτερήσεις
GENπροσκαρτερήσεωςπροσκαρτερήσεων
DATπροσκαρτερήσειπροσκαρτερήσεσι(ν)
ACCπροσκαρτέρησι(ν)προσκαρτερήσεις
προσκαρτερήσομεν
προσκαρτεροῦντες
προσκαρτερούντων
προσκαρτερῶ
προσκαρτερῶμεν
προσκαρτερῶν
προσκαταβάλλω
προσκαταλείπω
προσκατέλιπον
προσκατέστησαν
προσκαυθῇ
πρόσκαυμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMπρόσκαυμαπροσκαύματα
GENπροσκαύματοςπροσκαυμάτων
DATπροσκαύματιπροσκαύμασι(ν)
ACCπρόσκαυμαπροσκαύματα
VOCπρόσκαυμαπροσκαύματα
πρόσκειμαι
προσκειμένας
προσκείμενοι
προσκειμένοις
προσκείμενος
προσκειμένους
προσκειμένῳ
προσκειμένων
προσκεινται
πρόσκεισαι
προσκεῖσθαι
πρόσκειται
προσκέκλημαι
προσκέκληται
προσκεκυνήκασιν
προσκεφάλαια
προσκεφάλαιον
Neuter
  Singular Plural
NOM προσκεφάλαιον προσκεφάλαια
GEN προσκεφαλαίου προσκεφαλαίων
DAT προσκεφαλαίῳ προσκεφαλαίοις
ACC προσκεφάλαιον προσκεφάλαια
προσκεφαλαίου
προσκεφαλή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: toward the head
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπροσκεφαλήπροσκεφαλαί
GENπροσκεφαλῆςπροσκεφαλῶν
DATπροσκεφαλῇπροσκεφαλαῖς
ACCπροσκεφαλήνπροσκεφαλάς
VOCπροσκεφαλήπροσκεφαλαί
προσκεφαλῆς
προσκήνιον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: entrance of a tent, tent entrance, tent front
  • Forms:
Neuter
  Singular Plural
NOM προσκήνιον προσκήνια
GEN προσκηνίου προσκηνίων
DAT προσκηνίῳ προσκηνίοις
ACC προσκήνιον προσκήνια
προσκληθείς
προσκληρόω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to allot, assign
  • Passive Meaning:
    • to be attached to, join with (someone)
  • Cognates:

    κατακληρόω, κληρόω, προσκληρόω

  • Forms:
    • προσεκληρώθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
πρόσκλησιν
πρόσκλησις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπρόσκλησιςπροσκλήσεις
GENπροσκλήσεωςπροσκλήσεων
DATπροσκλήσειπροσκλήσεσι(ν)
ACCπρόσκλησι(ν)προσκλήσεις
προσκλιθῆναι
προσκλίνω
προσκλίσεις
προσκλίσεως
πρόσκλισιν
πρόσκλισις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπρόσκλισιςπροσκλίσεις
GENπροσκλίσεωςπροσκλίσεων
DATπροσκλίσειπροσκλίσεσι(ν)
ACCπρόσκλισι(ν)προσκλίσεις
πρόσκλιτον
προσκολλᾶσθαι
προσκολλάω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to adhere closely to, stick together, attach firmly
    • to cling to, cleave to, hold fast to
    • to be faithful to, devoted to
    • to join (someone)
  • Middle Meaning:
    • to enter into a close relationship with
    • to attach closely
  • Cognates:

    ἐγκολλάω, κολλάω, προσκολλάω, προσυγκολλάω, συγκολλάω

  • Forms:
    • προσεκλήθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
    • προσεκολλήθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
    • προσκολλᾶσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • προσκολληθήσεσθε Verb: Fut Pass Ind 2nd Plur
    • προσκολληθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
    • προσκολληθήσονται Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
    • προσκολλήθητι Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
    • προσκολλήσαι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • προσκολλήσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
    • προσκολλώμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
προσκολληθήσεσθε
προσκολληθήσεται
προσκολληθήσονται
προσκολλήθητι
προσκολλήσαι
προσκολλήσω
προσκολλώμενοι
πρόσκομμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • offence, stumbling
    • the stumbling itself
    • the cause of stumbling, stumbling block, stumbling stone
    • obstacle, hindrance
    • occasion of offence
    • occasion of apostasy
  • Cognates:

    κόμμα, πρόσκομμα

  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMπρόσκομμαπροσκόμματα
GENπροσκόμματοςπροσκομμάτων
DATπροσκόμματιπροσκόμμασι(ν)
ACCπρόσκομμαπροσκόμματα
VOCπρόσκομμαπροσκόμματα
προσκόμματα
προσκόμματι
προσκόμματος
προσκοπή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπροσκοπήπροσκοπαί
GENπροσκοπῆςπροσκοπῶν
DATπροσκοπῇπροσκοπαῖς
ACCπροσκοπήνπροσκοπάς
VOCπροσκοπήπροσκοπαί
προσκοπήν
προσκόπτει
προσκόπτειν
προσκόπτῃ
προσκόπτουσι, προσκόπτουσιν
προσκόπτω
Present
  • προσκόπτει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • προσκόπτῃ Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
  • προσκόπτουσι Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
  • προσκόπτουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
Imperfect
  • προσέκοπτε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
Future
  • προσκόψει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • προσκόψῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • προσκόψουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
Aorist
  • προσκόψῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • προσκόψωμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
  • προσέκοψαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • προσέκοψε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • προσκόψαι Verb: Aor Act Infin
  • προσκόψῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
προσκόψαι
προσκόψει
προσκόψῃ
προσκόψῃς
προσκόψουσι, προσκόψουσιν
προσκόψωμεν
προσκρούσας
προσκρούσει
προσκρούω
προσκρούων
προσκτάομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to gain also
    • to win over (someone)
προσκτᾶται
προσκυλίσας
προσκυλίω
προσκυνεῖ
προσκυνεῖν
προσκυνεῖς
προσκυνεῖσθαι
προσκυνεῖτε
προσκυνέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to revere, venerate, pay respectful regard to
    • to worship, take part in worship
    • to do obeisance
    • to prostrate oneself (as before a king, dignitary, or superior)
    • to bow
  • Cognates:

    κυνέω, προκυνέω, προσκυνέω

  • Forms:
Present
  • προσκυνούμενα Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • προσκυνούμενα Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
  • προσκυνεῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • προσκυνεῖν Verb: Pres Act Infin
  • προσκυνεῖς Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • προσκυνεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • προσκυνεῖτε Verb: Pres Act Ind/Imperative 2nd Plur
  • προσκυνοῦμεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
  • προσκυνούμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
  • προσκυνοῦντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
  • προσκυνοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • προσκυνοῦντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • προσκυνούντων Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
  • προσκυνούντων Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • προσκυνοῦσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • προσκυνοῦσι Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
  • προσκυνοῦσιν Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
  • προσκυνῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • προσεκύνει Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • προσεκύνουν Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • προσεκύνουν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • προσκυνήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • προσκυνήσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • προσκυνήσων Part: Fut Act Nom Sing Masc
  • προσκυνήσομεν Verb: Fut Act Ind 1st Plur
  • προσκυνήσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • προσκυνήσετε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
Aorist
  • προσεκύνησα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • προσεκύνησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • προσεκύνησε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • προσεκύνησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • προσκυνῆσαι Verb: Aor Act Infin
  • προσκυνήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
  • προσκυνησάντων Part: Aor Act Gen Plur Masc
  • προσκυνήσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • προσκυνήσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • προσκυνήσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • προσκυνήσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • προσκύνησον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • προσκυνήσω Verb: Aor Act Subj 1st Sing
  • προσκυνήσωμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
  • προσκυνήσωσι Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • προσκυνήσωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • προσκυνήσητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
  • προσκυνησάτωσαν Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
Perfect
  • προσκεκυνήκασιν Verb: Perf Act Ind 3rd Plur
προσκυνῆσαι
προσκυνήσαντες
προσκυνησάντων
προσκυνήσας
προσκυνήσατε
προσκυνησάτωσαν
προσκυνήσει
προσκυνήσεις
προσκυνήσετε
προσκυνήσεων
προσκυνήσῃ
προσκυνήσῃς
προσκυνήσητε
προσκύνησις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: adoration, obeisance, worship
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπροσκύνησιςπροσκυνήσεις
GENπροσκυνήσεωςπροσκυνήσεων
DATπροσκυνήσειπροσκυνήσεσι(ν)
ACCπροσκύνησι(ν)προσκυνήσεις
προσκυνήσομεν
προσκύνησον
προσκυνήσουσι, προσκυνήσουσιν
προσκυνήσω
προσκυνήσωμεν
προσκυνήσων
προσκυνήσωσι, προσκυνήσωσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: προσκυνέω
προσκυνηταί
προσκυνητής
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: worshipper, an adorer
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMπροσκυνητήςπροσκυνηταί
GENπροσκυνητοῦπροσκυνητῶν
DATπροσκυνητῇπροσκυνηταῖς
ACCπροσκυνητήνπροσκυνητάς
VOCπροσκυνητάπροσκυνηταί
προσκυνοῦμεν
προσκυνούμενα
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
  • Root: προσκυνέω
προσκυνούμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: προσκυνέω
προσκυνοῦντας
προσκυνοῦντες
προσκυνοῦντος
προσκυνούντων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
    • Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • Root: προσκυνέω
προσκυνοῦσα
προσκυνοῦσι, προσκυνοῦσιν
προσκυνῶν
προσκύπτω
προσκυρέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to adjoin, belong to
  • Cognates:

    κυρέω, προσκυρέω, συγκυρέω

  • Concord:

    NT: _
    LXX: _
    Apocrypha: 1Macc 10:39
    Apostolic Fathers: _

  • Forms:
    • προσκυροῦσαν Part: Pres Act Acc Sing Fem
προσκυροῦσαν
προσκυρόω
προσκύψασα