συναφ-
σα
σβ
σε
ση
σθ
σι
σκ
σμ
σο
σπ
συ
συν-
συνα-
συναφι-
σφ
σχ
σω
συναφίστημι
Active Meaning:
to draw into revolt together
to rise up in rebellion together
Middle Meaning:
to rebel with
to revolt in coalition with
Forms:
συναποστᾶσαι
Part: Aor Act Nom Plur Fem