- συνεφάγομεν
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Ind 1st Plur
- Root: συνεσθίω
- συνεφίστημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to rise up together
- to join in an attack
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- Forms:
- συνεπέστη Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
- συνεφλογίσθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: συμφλογίζω
- συνέφρυγε, συνέφρυγεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: συμφρύγω
- συνεφρύγησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συμφρύγω
- συνεφύροντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: συμφύρω
- συνεφωνήθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: συμφωνέω
- συνεφώνησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συμφωνέω
- συνεφώνησας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: συμφωνέω
- συνεφώνησε, συνεφώνησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συμφωνέω
- συνεφώνουν
-
- Parse:
- Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
- Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
- Root: συμφωνέω
- Parse: