- διαναβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to toss up, throw upward
- Note: Like ἀναβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- διανακύπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to raise the head, lift up the head
- διανακύψας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: διανακύπτω
- διαναπαύσει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: διαναπαύω
- διαναπαύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to allow to rest for a while
- to give rest
- Cognates:
ἀναπαύω, ἀποπαύω, διαναπαύω, διαπαύω, ἐπαναπαύω, καταπαύω, παύω, προσαναπαύω, συναναπαύω
- Forms:
- διαναπαυόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- διαναπαύσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- διαναστᾶσα
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Fem
- Root: διανίστημι
- διανέμω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to distribute, disseminate, spread
- to govern
- to designate and assign as appropriate to
- Cognates:
- Forms:
- διανενησμένον
-
- Parse:
- Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
- Root: διανήθω
- Parse:
- διανενησμένου
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: διανήθω
- διανενησμένῳ
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Masc/Neut
- Root: διανήθω
- διανενόημαι
-
- Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: διανοέομαι
- διανεύοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: διανεύω
- διανήθω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to spin (in order to manufacture fabric)
- Cognates:
- Forms:
- διανενησμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
- διανενησμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
- διανενησμένου Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Neut
- διανενησμένῳ Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Masc/Neut
- διανήχομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to penetrate
- Forms:
- διενήξατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- διενήχοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- διανθίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to adorn with flowers
- Forms:
- διηνθισμέναι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
- διανίσταμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to stand aloof from
- Forms:
- διανέστη
- Verb: PluPerf Act Ind 1st Sing
- Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- διανέστη
- διανιστάμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: διανίστημι
- διανισταμένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: διανίστημι
- διανίστημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to awaken, arouse, rouse, arise
- to awaken and get out of bed
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- Forms:
- διαναστᾶσα Part: Aor Act Nom Sing Fem
- διανιστάμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- διανισταμένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- διανοεῖσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: διανοέομαι
- διανοεῖται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: διανοέομαι
- διανοέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to devise, intend, purpose, design
- to ponder, think out, consider, think through, think over, think about, be minded, reflect on, ruminate, deliberate
- to comprehend
- Cognates:
ἀγνοέω, ἀπονοέομαι, διανοέομαι, δυσνοέω, ἐννοέω, ἐπινοέω, εὐνοέω, κατανοέω, μετανοέω, νοέω, ὁμονοέω, προνοέω, προσνοέω, συννοέω, ὑπονοέω
- Forms:
- διανοῇ
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
- Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 2nd Sing
- Root: διανοέομαι
- Parse:
- διανοηθείς
-
- Parse: Part: 1Aor Pass Nom Sing Masc
- Root: διανοέομαι
- διανοηθῆναι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Infin
- Root: διανοέομαι
- διανοηθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: διανοέομαι
- διανοηθήσῃ
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 2nd Sing
- Root: διανοέομαι
- διανοηθήσονται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
- Root: διανοέομαι
- διανοήθητι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
- Root: διανοέομαι
- διανοηθῶσι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
- Root: διανοέομαι
- διανόημα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- intention, design
- thought, sentiment, notion, something thought through, considered, given consideration
- Cognates:
- Forms:
Neuter Noun Singular Plural NOM διανόημα διανοήματα GEN διανοήματος διανοημάτων DAT διανοήματι διανοήμασι(ν) ACC διανόημα διανοήματα VOC διανόημα διανοήματα
- διανοήματα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: διανόημα
- διανοήματος
-
- Parse: Noun: Gen Sing Neut
- Root: διανόημα
- διανοημάτων
-
- Parse: Noun: Gen Plur Neut
- Root: διανόημα
- διανόησις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: skill, cunning, contrivance, process of thinking
- Cognates:
Feminine Noun Singular Plural NOM διανόησις διανοήσεις GEN διανοήσεως διανοήσεων DAT διανοήσει διανοήσεσι(ν) ACC διανόησι(ν) διανοήσεις
- διάνοια
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- understanding, intelligence, mind (the organ of thinking)
- mind (as the kind of thinking), disposition, thought
- purpose, plan
- imagination, conceit
- inner being
- thought, intention, what is in one's mind
- Cognates:
ἄγνοια, ἄνοια, ἀπόνοια, διάνοια, ἔννοια, ἐπίνοια, εὔνοια, μετάνοια, ὁμόνοια, παράνοια, πρόνοια, ὑπόνοια
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM διάνοια διάνοιαι GEN διανοίας διανοιῶν DAT διανοίᾳ διανοίαις ACC διάνοιαν διανοίας VOC διάνοια διάνοιαι
- διανοίγειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: διανοίγω
- διανοιγόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: διανοίγω
- διανοίγοντος
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: διανοίγω
- διανοιγόντων
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: διανοίγω
- διανοίξεις
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
- Root: διανοίγω
- διανοίξουσι, διανοίξουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: διανοίγω
- διανοιχθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: διανοίγω
- διανοιχθήσονται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
- Root: διανοίγω
- διανοίχθητι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
- Root: διανοίγω
- διανοοῦ
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
- Root: διανοέομαι
- διανοούμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: διανοέομαι
- διανοούμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: διανοέομαι
- διανοουμένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: διανοέομαι
- διανοουμένους
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
- Root: διανοέομαι
- διανοουμένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: διανοέομαι
- διανούμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Meaning: to ponder, think
- Root: διανοέομαι
- διανυκτερεύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to pass the night, sit up the whole night, continue all night, spend the night
- Cognates:
- Forms:
- διανυκτερεύων Part: Pres Act Nom Sing Masc
- διανυκτερεύων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Root: διανυκτερεύω
- διανύουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: διανύω
- διανύσαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: διανύω
- διανύω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to arrive at, travel to
- to complete, accomplish thoroughly, finish
- Cognates:
- Forms:
- διανύουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- διανύει Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- διανύει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- διανύσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- διήνυσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur