διαξ-
δ
δα
δε
δη
δι
δια-
διαξα-
διαξω-
δο
δρ
δυ
δω
διαξαίνω
Meaning:
to card, shred, comb
Forms:
διέξανε
Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διάξω
Parse:
Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Root:
διάγω