- προσπαίζουσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: προσπαίζω
- προσπαραγίγνομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to be beside
- προσπαραγινομένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Meaning: to be beside
- Root: προσπαραγίγνομαι
- προσπαρακαλέσαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: προσπαρακαλέω
- προσπαρακαλέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to call in besides, invite, exhort, enjoin
- to turn to someone and urge to do
- Cognates:
ἀνακαλέω, ἀντικαλέω, ἐγκαλέω, εἰσκαλέω, ἐκκαλέω, ἐπικαλέω, καλέω, μετακαλέω, παρακαλέω, προεπικαλέω, προκαλέω, προσκαλέω, προσπαρακαλέω, συγκαλέω, συμπαρακαλέω
- Forms:
- προσπαρακαλέσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- προσπαρεμβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to put in beside, put in between, insert
- Note: Like παρεμβάλλω
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- προσπεπτωκέναι
-
- Parse: Verb: Perf Act Infin
- Meaning: to fall upon
- Root: προσπίτνω
- προσπεριβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to put around besides (like a bandage)
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- πρόσπεινος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: hungry, very hungry
- προσπελάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to cause to approach, bring near to
- προσπεσεῖν
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: προσπίπτω
- Parse:
- προσπεσόντες
-
- Parse: Part: Fut Act Nom Plur Masc
- Root: προσπίπτω
- προσπεσόντος
-
- Parse: Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
- Root: προσπίπτω
- προσπεσόντων
-
- Parse: Part: Aor Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: προσπίπτω
- προσπεσοῦσα
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Sing Fem
- Root: προσπίπτω
- προσπέσωμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 1st Plur
- Root: προσπίπτω
- προσπεσών
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: προσπίτνω
- προσπέφευγα
-
- Parse: Verb: Perf Act Ind 1st Sing
- Root: προσφεύγω
- προσπεφευγόντας
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Plur Masc
- Root: προσφεύγω
- προσπεφευγότας
-
- Parse: Part: Perf Act Acc Plur Masc
- Root: προσφεύγω
- προσπήγνυμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to crucify, fasten to, impale (on a cross)
- Cognates:
- Forms:
- προσπήξαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
- προσπήξαντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: προσπήγνυμι
- προσπίπτοντα
-
- Parse:
- Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
- Part: Pres Act Acc Sing Masc
- Root: προσπίπτω
- Parse:
- προσπίπτοντες
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
- Root: προσπίτνω
- προσπίπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to fall toward, fall at the feet of (someone)
- to supplicate
- to fall upon, assault, embrace, encounter
- to strike against, beat upon, smash against, slammed against
- to fall upon (one's neck), embrace
- to fling oneself (upon)
- to arrive, come one's way
- to occur, happen, come suddenly
- to have been done
- Cognates:
ἀναπίπτω, ἀντιπίπτω, ἀποπίπτω, διαπίπτω, ἐκπίπτω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, παραπίπτω, παρεμπίπτω, περιπίπτω, πίπτω, προπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω, ὑποπίπτω
- Forms:
- προσπίτνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to fall down, fall upon
- Forms:
- προσπίπτοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- προσποιεῖ
-
- Parse:
- Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
- Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: προσποιέω
- Parse:
- προσποιέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: προσποιέω
- προσποιέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to add on, make over to
- to produce further
- to increase
- Middle Meaning:
- to pretend (to be what he is not), feign, make as though, act as though
- to admit to
- to conceal (something) from (someone)
- to take notice of
- Cognates:
ἀγαθοποιέω, ἀναποιέω, ἀνθρωποποιέω, ἀντιποιέω, ἀποποιέω, εἰρηνοποιέω, ἐκποιέω, ἐμποιέω, ἐννοσσοποιέω, ζωοποιέω, ἰδιοποιέω, ἰσχυροποιέω, κακοποιέω, καλοποιέω, μοσχοποιέω, μυθοποιέω, νοσσοποιέω, ὁδοποιέω, ὀλιγοποιέω, ὁπλοποιέω, ὀχλοποιέω, παιδοποιέω, παραποιέω, περιποιέω, πιστοποιέω, ποιέω, προσποιέω, συζωοποιέω, συμποιέω, σωματοποιέω, τεκνοποιέω, φανεροποιέω
- Forms:
- προσποιεῖ Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
- προσποιεῖ Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
- προσποιεῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- προσεποιεῖτο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- προσεποιήσαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- προσεποιήσατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- προσποιέομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- προσποιούμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- προσποιῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
- προσποιούμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: προσποιέω
- προσποιοῦνται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: προσποιέω
- προσπορεύεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορεύεσθε
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Plur
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορευέσθωσαν
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 3rd Plur
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορεύεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορεύῃ
-
- Parse: Verb: Pres Mid Ind/Subj 3rd Sing
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορεύομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to come up to, approach, journey toward, turn to
- to attach oneself to, adhere to, cling to
- to come in (as revenue)
- Cognates:
διαπορεύομαι, εἰσπορεύομαι, ἐκπεριπορεύομαι, ἐκπορεύομαι, ἐμπορεύομαι, ἐπιπορεύομαι, καταπορεύομαι, παραπορεύομαι, παρεισπορεύομαι, περιπορεύομαι, πορεύομαι, προπορεύομαι, προσπορεύομαι, συμπορεύομαι, συμπροπορεύομαι, συνεκπορεύομαι
- Forms:
- προσπορεύεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- προσπορεύεσθε Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Plur
- προσπορευέσθωσαν Verb: Pres Mid/Pass Imperative 3rd Plur
- προσπορεύεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- προσπορεύῃ Verb: Pres Mid Ind/Subj 3rd Sing
- προσπορευομένοις Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- προσπορευόμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
- προσπορευόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- προσπορευομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
- προσπορεύονται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- προσπορεύωνται Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Plur
- προσπορευομένοις
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορευόμενον
-
- Parse:
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
- Root: προσπορεύομαι
- Parse:
- προσπορευόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορευομένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορεύονται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: προσπορεύομαι
- προσπορεύωνται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Plur
- Root: προσπορεύομαι