συγκάθημαι
συγκαθήμενοι
συγκαθήμενος
συγκαθῆσθαι
συγκαθίζω
συγκαθίσαι
συγκαθισάντων
συγκαθυφαίνω
συγκαθυφασμένα
συγκαίει
συγκαιόμενος
συγκαίοντι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακοπάθησον
συγκακουχεῖσθαι
συγκακουχέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to endure persecution with (someone or something)
    • to suffer affliction with
  • Cognates:

    κακουχέω, συγκακουχέω

  • Forms:
    • συγκακουχεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
συγκαλεῖ
συγκαλεῖται
συγκαλεσάμενος
συγκαλέσας
συγκαλέσασθαι
συγκαλέσετε
συγκαλέω
Present
  • συγκαλεῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • συγκαλεῖται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • συγκαλούσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • συγκαλοῦσιν Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
  • συγκαλῶ Verb: Pres Act Ind 1st Sing
Imperfect
Future
  • συγκαλέσετε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
Aorist
  • συγκαλεσάμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
  • συγκαλέσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • συγκαλέσασθαι Verb: Aor Mid Infin
  • συνεκάλεσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • συνεκάλεσε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
συγκαλούσα
συγκαλοῦσιν
συγκάλυμμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMσυγκάλυμμασυγκαλύμματα
GENσυγκαλύμματοςσυγκαλυμμάτων
DATσυγκαλύμματισυγκαλύμμασι(ν)
ACCσυγκάλυμμασυγκαλύμματα
VOCσυγκάλυμμασυγκαλύμματα
συγκαλύπτει
συγκαλύπτον
συγκαλύπτω
Present
  • συνεκάλυψα Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • συγκαλύπτει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • συγκαλύπτον Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
Imperfect
  • συνεκάλυπτε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
Future
  • συγκαλύψει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • συγκαλύψεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • συγκαλύψομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
  • συγκαλύψουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
Aorist
  • συγκαλύψαι Verb: Aor Act Infin
  • συνεκαλύψατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • συνεκάλυψε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • συνεκάλυψε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • συνεκάλυψαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
Perfect
  • συγκεκαλυμμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • συγκεκαλυμμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
  • συγκεκαλυμμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
συγκαλύψαι
συγκαλύψει
συγκαλύψεις
συγκαλύψομαι
συγκαλύψουσι, συγκαλύψουσιν
συγκαλῶ
συγκάμπτω
συγκάμψας
σύγκαμψον
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβάντες
συγκαταβήσεται
συγκαταγηρᾶσαι
συγκαταγηράσκω
συγκατάθεσιν
συγκατάθεσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMσυγκατάθεσιςσυγκαταθέσεις
GENσυγκαταθέσεωςσυγκαταθέσεων
DATσυγκαταθέσεισυγκαταθέσεσι(ν)
ACCσυγκατάθεσι(ν)συγκαταθέσεις
συγκαταθήσῃ
συγκατάθου
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακληρονομέω
συγκατακληρονομηθήσονται
συγκατακολουθέω
συγκαταλέγει
συγκαταλέγω
συγκαταμιγῆτε
συγκαταμίγνυμι
συγκατανεύω
συγκατατάξαι
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένος
συγκατατίθεμαι
συγκατατίθεται
συγκατατίθημι
συγκαταφάγεται
συγκαταφέρεσθαι
συγκαταφερομένη
συγκαταφέρω
συγκαταψηφίζω
συγκατέβη
συγκατεσθίω
συγκατεψηφίσθη
συγκαυθήσεται
συγκαύσει