- συγκάθημαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to dwell with
- to sit with (someone or something)
- to be seated
- to sit together
- Cognates:
ἐγκάθημαι, ἐπικάθημαι, κάθημαι, παρακάθημαι, περικάθημαι, προκάθημαι, συγκάθημαι
- Forms:
- συγκαθήμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- συγκαθήμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- συγκαθῆσθαι Verb: Aor Act Infin
- συγκαθήμενοι
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
- Root: συγκάθημαι
- συγκαθήμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: συγκάθημαι
- συγκαθῆσθαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: συγκάθημαι
- Parse:
- συγκαθίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- Transitive: to cause to sit down with
- Intransitive: to sit down with others, sit in company with
- Intransitive: to sit in a court of justice
- Intransitive: to crouch
- Cognates:
ἀνακαθίζω, ἀντικαθίζω, διακαθίζω, ἐγκαθίζω, ἐπικαθίζω, καθίζω, παρακαθίζω, περικαθίζω, προκαθίζω, συγκαθίζω
- Forms:
- συγκαθίσαι Verb: Aor Act Infin
- συγκαθισάντων Part: Aor Act Gen Plur Masc
- συνεκάθισαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- συνεκάθισε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνεκάθισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συγκαθίσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: συγκαθίζω
- Parse:
- συγκαθισάντων
-
- Parse: Part: Aor Act Gen Plur Masc
- Root: συγκαθίζω
- συγκαθυφαίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to interweave
- Passive Meaning:
- to be interwoven
- Cognates:
- Forms:
- συγκαθυφασμένα Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- συγκαθυφασμένα
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: συγκαθυφαίνω
- συγκαιόμενος
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: συγκαίω
- συγκαίοντι
-
- Parse: Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
- Root: συγκαίω
- συγκαίω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to burn, burn up
- to blaze
- to inflame (e.g., wine inflames the man)
- to set on fire with
- Passive Meaning:
- to be scorched
- to be parched
- to be consumed
- Cognates:
ἀνακαίω, ἀποκαίω, διακαίω, ἐγκαίω, ἐκκαίω, ἐπικαίω, καίω, κατακαίω, περικαίω, προσεκκαίω, προσκαίω, συγκαίω, ὑποκαίω
- Forms:
- συγκαίει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- συγκαίοντι Part: Pres Act Dat Sing Neut
- συγκαυθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- συγκαύσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- συγκέκαυται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- συγκαιόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
- συγκακοπαθέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to suffer hardship with (someone or something)
- to be partaker of afflictions
- Cognates:
- Forms:
- συγκακοπάθησον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- συγκακοπάθησον
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- Root: συγκακοπαθέω
- συγκακουχεῖσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: συγκακουχέω
- συγκακουχέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to endure persecution with (someone or something)
- to suffer affliction with
- Cognates:
- Forms:
- συγκακουχεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- συγκαλεῖται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκαλέω
- συγκαλεσάμενος
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Masc
- Root: συγκαλέω
- συγκαλέσας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: συγκαλέω
- συγκαλέσασθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: συγκαλέω
- συγκαλέσετε
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
- Root: συγκαλέω
- συγκαλέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to convene, call together, convoke
- to invite (as a gift)
- to call to one side, summon
- Cognates:
ἀνακαλέω, ἀντικαλέω, ἐγκαλέω, εἰσκαλέω, ἐκκαλέω, ἐπικαλέω, καλέω, μετακαλέω, παρακαλέω, προεπικαλέω, προκαλέω, προσκαλέω, προσπαρακαλέω, συγκαλέω, συμπαρακαλέω
- Forms:
- συγκαλούσα
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Fem
- Root: συγκαλέω
- συγκαλοῦσιν
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκαλέω
- συγκάλυμμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: a covering, protection
- Cognates:
ἀποκάλυμμα, ἐπικάλυμμα, κάλυμμα, κατακάλυμμα, παρακάλυμμα, συγκάλυμμα
Neuter Noun Singular Plural NOM συγκάλυμμα συγκαλύμματα GEN συγκαλύμματος συγκαλυμμάτων DAT συγκαλύμματι συγκαλύμμασι(ν) ACC συγκάλυμμα συγκαλύμματα VOC συγκάλυμμα συγκαλύμματα
- συγκαλύπτει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαλύπτω
- συγκαλύπτον
-
- Parse: Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
- Root: συγκαλύπτω
- συγκαλύπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to cover, conceal, place a cover
- Middle Meaning:
- to disguise oneself
- Passive Meaning:
- to be muffled up
- Cognates:
ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, ἐκκαλύπτω, ἐπικαλύπτω, καλύπτω, κατακαλύπτω, παρακαλύπτω, περικαλύπτω, συγκαλύπτω, ὑποκαλύπτω
- Forms:
- συγκαλύψαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: συγκαλύπτω
- Parse:
- συγκαλύψει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαλύπτω
- συγκαλύψεις
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
- Root: συγκαλύπτω
- συγκαλύψομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: συγκαλύπτω
- συγκαλύψουσι, συγκαλύψουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκαλύπτω
- συγκάμπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to bend together, bend the knee, bow down, afflict, double up, double over
- Cognates:
ἀνακάμπτω, διακάμπτω, ἐπανακάμπτω, κάμπτω, κατακάμπτω, συγκάμπτω
- Forms:
- συγκάμψας Part: Aor Act Nom Sing Masc
- σύγκαμψον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
- συνέκαμψα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
- συνέκαμψε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνέκαμψε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συγκαταβαίνω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to descend with (someone or something)
- to go down with
- Cognates:
βαίνω, ἀναβαίνω, ἀποβαίνω, διαβαίνω, ἐκβαίνω, ἐμβαίνω, ἐπιβαίνω, καταβαίνω, μεταβαίνω, παραβαίνω, παρεκβαίνω, προβαίνω, συγκαταβαίνω, συμβαίνω, συναναβαίνω, ὑπερβαίνω
- Forms:
- συγκαταβάντες Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
- συγκαταβήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- συγκατέβη Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συγκαταβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw down along with
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συγκαταβάντες
-
- Parse: Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
- Root: συγκαταβαίνω
- συγκαταβήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: συγκαταβαίνω
- συγκαταγηρᾶσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: συγκαταγηράσκω
- Parse:
- συγκαταγηράσκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to grow old together with
- Cognates:
- Forms:
- συγκαταγηρᾶσαι Verb: Aor Act Infin
- συγκατάθεσιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: συγκατάθεσις
- συγκατάθεσις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: agreement, union, a mutual deposition
- Cognates:
ἀντίθεσις, ἀπόθεσις, διάθεσις, ἔκθεσις, ἐπίθεσις, θέσις, μετάθεσις, παράθεσις, περίθεσις, πρόθεσις, πρόσθεσις, συγκατάθεσις, σύνθεσις, ὑπόθεσις
Feminine Noun Singular Plural NOM συγκατάθεσις συγκαταθέσεις GEN συγκαταθέσεως συγκαταθέσεων DAT συγκαταθέσει συγκαταθέσεσι(ν) ACC συγκατάθεσι(ν) συγκαταθέσεις
- συγκαταθήσῃ
-
- Parse:
- Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Root: συγκατατίθημι
- Parse:
- συγκατάθου
-
- Parse: Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- Root: συγκατατίθημι
- συγκατακληρονομέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: συγκατακληρονομέω
- συγκατακληρονομέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to obtain jointly by inheritance
- Middle Meaning:
- to become co-heir
- Cognates:
κατακληρονομέω, κληρονομέω, συγκατακληρονομέω, συγκληρονομέω
- Forms:
- συγκατακληρονομηθήσονται Verb: Aor Pass Subj 2nd Sing
- συγκατακληρονομέομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- συγκατακληρονομηθήσονται
-
- Parse: Verb: Aor Pass Subj 2nd Sing
- Root: συγκατακληρονομέω
- συγκατακολουθέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to follow together
- Cognates:
ἀκολουθέω, ἀντακολουθέω, διακολουθέω, ἐξακολουθέω, ἐπακολουθέω, ἐπικατακολουθέω, κατακολουθέω, μετακολουθέω, παρακολουθέω, περιακολουθέω, προακολουθέω, συγκατακολουθέω, συμπαρακολουθέω, συνακολουθέω, συνεξακολουθέω, συνεπακολουθέω, ὑπακολουθέω
- συγκαταλέγει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαταλέγω
- συγκαταμιγῆτε
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- Root: συγκαταμίγνυμι
- συγκαταμίγνυμι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to mix in with
- to form a relationship through intermarriage
- to intermingle with
- to blend with
- to mingle
- Passive Meaning:
- to become mingled with
- Cognates:
ἀναμίγνυμι, ἐπιμίγνυμι, καταμίγνυμι, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μίγνυμι, προσμείγνυμι, συγκαταμίγνυμι, συμμείγνυμι, συμμίγνυμι, συναναμείγνυμι, συναναμίγνυμι
- Forms:
- συγκαταμιγῆτε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
- συγκατατάξαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- Verb: Aor Act Infin
- Root: συγκατατάσσω
- Parse:
- συγκατατάσσω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to set down with (something)
- to write down with
- Cognates:
ἀνατάσσομαι, ἀντιπαρατάσσομαι, ἀντιτάσσω, ἀποτάσσω, διατάσσω, ἐκτάσσω, ἐντάσσω, ἐνυποτάσσω, ἐπιδιατάσσομαι, ἐπιτάσσω, κατατάσσω, παρατάσσω, προανατάσσω, προστάσσω, προτάσσω, συγκατατάσσω, συντάσσω, τάσσω, ὑποτάσσω
- Forms:
- συγκατατάξαι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- συγκατατάξαι Verb: Aor Act Infin
- συγκατατεθειμένος
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
- Root: συγκατατίθεμαι
- συγκατατίθεμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to consent
- Cognates:
ἀνατίθεμαι, ἀνατίθημι, ἀντιδιατίθημι, ἀντιτίθημι, ἀποτίθημι, διατίθεμαι, διατίθημι, ἐκτίθημι, ἐντίθημι, ἐπιπροστίθημι, ἐπιτίθημι, κατατίθημι, μετατίθημι, παρακατατίθημι, παρατίθημι, περιτίθημι, προεκτίθεμαι, προσανατίθημι, προστίθημι, προτίθημι, συγκατατίθεμαι, συγκατατίθημι, συνεπιτίθημι, συντίθημι, τίθημι, ὑπερτίθημι, ὑποτίθημι
- Forms:
- συγκατατεθειμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
- συγκατατίθεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκατατίθημι
- συγκατατίθημι
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to deposit together
- to deposit at the same time
- to come to an agreement
- Middle Meaning:
- to agree with, associate with
- to consent to
- to make a covenant with
- Cognates:
ἀνατίθεμαι, ἀνατίθημι, ἀντιδιατίθημι, ἀντιτίθημι, ἀποτίθημι, διατίθεμαι, διατίθημι, ἐκτίθημι, ἐντίθημι, ἐπιπροστίθημι, ἐπιτίθημι, κατατίθημι, μετατίθημι, παρακατατίθημι, παρατίθημι, περιτίθημι, προεκτίθεμαι, προσανατίθημι, προστίθημι, προτίθημι, συγκατατίθεμαι, συγκατατίθημι, συνεπιτίθημι, συντίθημι, τίθημι, ὑπερτίθημι, ὑποτίθημι
- Forms:
- συγκαταθήσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- συγκατάθου Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
- συγκατατίθεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- συγκαταφάγεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: συγκατεσθίω
- συγκαταφέρεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Meaning: to carry down with
- Root: συγκαταφέρω
- συγκαταφερομένη
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
- Root: συγκαταφέρω
- συγκαταφέρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to carry down with, bear down together
- Cognates:
ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐμφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμφέρω, συμπεριφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω, φέρω
- Forms:
- συγκαταφερομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
- συγκαταψηφίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to number with, enroll with
- Cognates:
- Forms:
- συγκατεψηφίσθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- συγκατέβη
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαταβαίνω
- συγκατεσθίω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to eat up, devour with, devour together
- Cognates:
- Forms:
- συγκαταφάγεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- συγκατεψηφίσθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκαταψηφίζω
- συγκαυθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκαίω