κατατάξουσι, κατατάξουσιν
κατατάσσει
κατατάσσω
κατατάσσων
κατατεινόμενος
κατατείνω
κατατέμνω
κατατεμοῦσι, κατατεμοῦσιν
κατατενεῖ
κατατενεῖς
κατατέρπου
κατατέρπω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to delight greatly
  • Middle Meaning:
    • to rejoice
    • to enjoy thoroughly
  • Cognates:

    κατατέρπω, τέρπω

  • Forms Meaning:
    • κατατέρπου Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
κατατέτακται
κατατετμημένοι
κατατήκω
κατατήξεις
κατατίθεσθαι
κατατίθημι
κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατολμᾷ
κατατολμάω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to behave badly toward
    • to dare, presume
    • to have boldness to (+Infin)
    • to behave recklessly
  • Cognates:

    ἀποτολμάω, κατατολμάω, τολμάω

  • Forms:
    • κατατολμήσαντας Part: Aor Act Acc Plur Masc
    • κατετόλμησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • κατατολμᾷ Verb: Pres Act Ind/Subj 3rd Sing
κατατολμήσαντας
κατατομή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMκατατομήκατατομαί
GENκατατομῆςκατατομῶν
DATκατατομῇκατατομαῖς
ACCκατατομήνκατατομάς
VOCκατατομήκατατομαί
κατατομήν
κατατοξευθήσεται
κατατοξεῦσαι
κατατοξεύσει
κατατοξεύσουσι, κατατοξεύσουσιν
κατατοξεύω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to shoot down (with a missile, arrow, spear)
    • to thrust through
    • to strike down with arrows
    • to shoot dead
  • Cognates:

    κατατοξεύω, τοξεύω

  • Forms:
    • κατατοξευθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
    • κατατοξεῦσαι Verb: Aor Act Infin
    • κατατοξεύσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • κατατοξεύσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • κατετόξευσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
κατατρέχοντες
κατατρέχοντος
κατατρέχουσιν
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατριβῶσιν
κατατρίψει
κατατρυφάω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to enjoy, obtain delight from
    • to make merry, delight in, be insolent
  • Cognates:

    ἐντρυφάω, κατατρυφάω, τρυφάω

  • Forms:
    • κατατρύφησον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
    • κατατρυφήσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
κατατρύφησον
κατατρυφήσουσι, κατατρυφήσουσιν
κατατρώγει
κατατρώγω
κατατυγχάνω
κατατύχωσιν