- καταυγάζειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: καταυγάζω
- καταύγεια
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: illumination, brightness
Feminine Noun Singular Plural NOM καταύγεια καταύγειαι GEN καταυγείας καταυγειῶν DAT καταυγείᾳ καταυγείαις ACC καταύγειαν καταυγείας VOC καταύγεια καταύγειαι
- καταύγειαν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Masc
- Meaning: illumination, brightness
- Root: καταύγεια