- συνεκάθισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκαθίζω
- συνεκάθισε, συνεκάθισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαθίζω
- συνεκάλεσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκαλέω
- συνεκάλεσε, συνεκάλεσεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαλέω
- συνεκάλυπτε, συνεκάλυπτεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαλύπτω
- συνεκάλυψα
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκαλύπτω
- συνεκάλυψαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκαλύπτω
- συνεκαλύψατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: συγκαλύπτω
- συνεκάλυψε, συνεκάλυψεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκαλύπτω
- συνέκαμψε, συνέκαμψεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκάμπτω
- συνεκβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to throw out along with
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- συνέκδημος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: a fellow traveller, travelling companion
- Cognates:
Masculine Noun Singular Plural NOM συνέκδημος συνέκδημοι GEN συνεκδήμου συνεκδήμων DAT συνεκδήμῳ συνεκδήμοις ACC συνέκδημον συνεκδήμους VOC συνέκδημε συνέκδημοι
- συνεκδήμους
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc
- Root: συνέκδημος
- συνεκέντησε, συνεκέντησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκεντέω
- συνεκέρασε, συνεκέρασεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκεράννυμι
- συνεκεραύνωσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκεραυνόω
- συνεκέχυτο
-
- Parse: Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγχέω
- συνεκινεῖτο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκινέω
- συνεκίνησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκινέω
- συνεκκεντέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to pierce at once, stab at once
- Cognates:
ἀποκεντέω, ἐκκεντέω, κατακεντέω, κεντέω, συγκεντέω, συνεκκεντέω
- Forms:
- συνεξεκέντησε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνεξεκέντησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνέκλασας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: συγκλάω
- συνέκλασε, συνέκλασεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκλάω
- συνεκλάσθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκλάω
- συνέκλεισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκλείω
- συνέκλεισας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: συγκλείω
- συνέκλεισε, συνέκλεισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκλείω
- συνεκλείσθησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: συγκλείω
- συνεκλεκτή
-
- Parse: Adj: Nom Sing Fem
- Root: συνεκλεκτός
- συνεκλεκτός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: chosen together with, co-elect, elected together with
- Cognates:
ἄλεκτος, ἄληκτος, διάλεκτος, ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος, λεκτός, συμπλεκτός, συνεκλεκτός
- Forms:
- συνεκλεκτή Adj: Nom Sing Fem
- συνεκόμισαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκομίζω
- συνεκόπησαν
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
- Root: συγκόπτω
- συνεκπολεμέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to fight along with (someone) against (someone else)
- to vanquish together
- Cognates:
ἀντιπολεμέω, ἐκπολεμέω, καταπολεμέω, πολεμέω, συμπολεμέω, συνεκπολεμέω
- Forms:
- συνεκπολεμῆσαι Verb: Aor Act Infin
- συνεκπολεμήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- συνεξεπολέμησε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- συνεκπολεμῆσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: συνεκπολεμέω
- Parse:
- συνεκπολεμήσει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: συνεκπολεμέω
- συνεκπορεύεσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: συνεκπορεύομαι
- συνεκπορεύομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning:
- to go forth together with
- to go out together with (someone)
- to accompany (someone)
- Cognates:
διαπορεύομαι, εἰσπορεύομαι, ἐκπεριπορεύομαι, ἐκπορεύομαι, ἐμπορεύομαι, ἐπιπορεύομαι, καταπορεύομαι, παραπορεύομαι, παρεισπορεύομαι, περιπορεύομαι, πορεύομαι, προπορεύομαι, προσπορεύομαι, συμπορεύομαι, συμπροπορεύομαι, συνεκπορεύομαι
- Forms:
- συνεκπορεύεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- συνεξεπορεύοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- συνέκριναν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκρίνω
- συνέκρινε, συνέκρινεν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκρίνω
- συνεκρότησαν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: συγκροτέω
- συνεκρότησε, συνεκρότησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συγκροτέω
- συνεκροτοῦντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: συγκροτέω
- συνεκρύπτετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκρύπτω
- συνεκτίσθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: συγκτίζω
- συνεκτραφέντων
-
- Parse: Part: Aor Pass Gen Plur Neut
- Root: συνεκτρέφω
- συνεκτρίβω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to destroy utterly together, exterminate
- to destroy (a group) all at once
- Cognates:
ἀποτρίβω, διατρίβω, ἐκτρίβω, ἐνδιατρίβω, κατατρίβω, συνεκτρίβω, συντρίβω, τρίβω
- Forms:
- συνεκτρῖψαι Verb: Aor Act Infin
- συνεκτρῖψαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: συνεκτρίβω
- Parse:
- συνεκτρόφος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: reared up together with, brought up together with
- Cognates:
κτηνοτρόφος, παντοτρόφος, συνεκτρόφος, σύντροφος, τροφός, ψυχοτρόφος
- Forms:
- συνεκτρόφους Adj: Acc Plur Masc
- συνεκτρόφους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: συνεκτρόφος