συγκοιμᾶσθε
συγκοιμάω
συγκοινωνεῖν
συγκοινωνεῖτε
συγκοινωνέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to co-participate with
    • to be connected with
    • to share (something with someone)
  • Cognates:

    κοινωνέω, ἐπικοινωνέω, συγκοινωνέω

  • Forms:
    • συγκοινωνεῖτε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
    • συγκοινωνήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
    • συγκοινωνήσητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
    • συγκοινωνήσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
συγκοινωνήσαντες
συγκοινωνήσεις
συγκοινωνήσητε
συγκοινωνός
συγκοινωνούς
σύγκοιτος
συγκοίτου
συγκολλάω
συγκολλῶν
συγκομίζω
συγκομισθεῖσα
συγκοπή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMσυγκοπήσυγκοπαί
GENσυγκοπῆςσυγκοπῶν
DATσυγκοπῇσυγκοπαῖς
ACCσυγκοπήνσυγκοπάς
VOCσυγκοπήσυγκοπαί
συγκοπιάσασαν
συγκοπιᾶτε
συγκοπιάω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to work with, labour together with (someone)
  • Cognates:

    κοπιάω, συγκοπιάω

  • Forms:
    • συγκοπιάσασαν Part: Aor Act Acc Sing Fem
    • συγκοπιᾶτε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
συγκόπτειν
συγκόπτω
Present
  • συγκόπτειν Verb: Pres Act Infin
Imperfect
Future
  • συγκόψω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
  • συγκόψεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • συγκόψουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
Aorist
  • συνεκόπησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • συγκόψαι Verb: Aor Act Infin
  • συγκόψατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • συνεκόπην Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
  • συνέκοψα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • συνέκοψε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • συνέκοψε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
συγκόψαι
συγκόψατε
συγκόψεις
συγκόψουσι, συγκόψουσιν
συγκόψω