προκαθηγέομαι
προκαθηγουμένου
προκαθηγουμένων
προκάθημαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to sit in the place of honour
    • to sit in front (as a recognized leader)
    • to preside over, lead
    • to be seated before
  • Cognates:

    ἐγκάθημαι, ἐπικάθημαι, κάθημαι, παρακάθημαι, περικάθημαι, προκάθημαι, συγκάθημαι

  • Forms:
    • προκάθηται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • προκαθημένη Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Fem
    • προκαθημένοις Part: Perf Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
    • προκαθημένου Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
    • προεκάθητο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • προκαθήμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
    • προκαθημένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
προκαθημένη
προκαθήμενοι
προκαθημένοις
προκαθημένου
προκαθημένων
προκάθηται
προκαθίζω
προκαθίσας
προκακόω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to bring evil before
    • to treat harshly before
  • Passive Meaning:
    • to be afflicted before
    • to be ill treated before
    • to mistreat previously
  • Cognates:

    κακόω, προκακόω

  • Forms:
    • προκακωθέντα Part: Aor Pass Acc Sing Masc
προκακωθέντα
προκαλέομαι
προκαλέω
προκαλούμενοι
προκαλούμενος
προκαταβάλλω
προκαταγγείλαντας
προκαταγγέλλω
προκαταλαβέσθαι
προκαταλαβέτωσαν
προκαταλάβῃ
προκαταλάβηται
προκαταλαβοῦ
προκαταλάβωμαι
προκαταλάβωνται
προκαταλαμβάνεσθαι
προκαταλαμβάνω
προκαταλήμψῃ
προκαταρτίζω
προκαταρτίσωσι, προκαταρτίσωσιν
προκατασκευαζομένους
προκατασκευάζω
προκατασκιρρόομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning: to be hardened beforehand
  • Forms:
    • προκατεσκιρωμένης Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
προκατείλημπται
προκατείληπται
προκατελάβετο
προκατελάβοντο
προκατεσκιρωμένης
προκατέχομεν
προκατεχόντων
προκατέχω
προκατήγγειλαν
προκατήγγειλε, προκατήγγειλεν
προκατηγγελμένην
πρόκειμαι
προκείμενα
προκειμένας
προκειμένῃ
προκειμένην
προκειμένης
προκείμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
    • Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Root: πρόκειμαι
προκειμένου
προκειμένους
προκειμένων
πρόκεινται
πρόκειται
προκεκηρυγμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: προκηρύσσω
προκεκοιμημένοι
προκεκοιμημένοις
προκέκριται
προκεκυρωμένην
προκεχάλασται
προκεχειρισμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: προχειρίζω
προκεχειροτονημένοις
προκηρύξαντες
προκηρύξαντος
προκηρύσσω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to preach beforehand
    • to proclaim publicly
  • Cognates:

    ἀνακηρύσσω, κηρύσσω, προκηρύσσω

  • Forms:
    • προκηρύξαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
    • προκεκηρυγμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
    • προκεκηρυγμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
    • προκηρύξαντος Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
προκοιμάομαι
προκοπή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMπροκοπήπροκοπαί
GENπροκοπῆςπροκοπῶν
DATπροκοπῇπροκοπαῖς
ACCπροκοπήνπροκοπάς
VOCπροκοπήπροκοπαί
προκοπήν
προκόπτειν
προκόπτω
προκόψουσι, προκόψουσιν
πρόκρημνον
πρόκρημνος
πρόκριμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMπρόκριμαπροκρίματα
GENπροκρίματοςπροκριμάτων
DATπροκρίματιπροκρίμασι(ν)
ACCπρόκριμαπροκρίματα
VOCπρόκριμαπροκρίματα
προκρίματος
προκριθέντας
προκρινεῖς
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Nom Sing Masc
    • Verb: Aor Act/Pass Subj 2nd Sing
    • Verb: Pres/Fut Act Ind 2nd Sing
  • Root: προκρίνω
προκρίνεσθαι
προκρίνεται
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • Verb: Aor Mid Subj 3rd Sing
  • Root: προκρίνω
προκρίνοντες
προκρινοῦσιν
  • Parse:
    • Part: Fut/Pres Act Dat Plur Masc/Neut
    • Verb: Aor Act/Pass Subj 3rd Plur
    • Verb: Pres/Fut Act Ind 3rd Plur
  • Root: προκρίνω
προκρίνω
προκυνέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to do reverence to, worship to, do obeisance to (someone)
  • Cognates:

    κυνέω, προκυνέω, προσκυνέω

  • Concord:

    NT: _
    LXX: Ex. 11:8
    Apocrypha: _
    Apostolic Fathers: _

  • Forms:
    • προκυνήσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
προκυνήσουσι, προκυνήσουσιν
προκυρόω