διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλανθάνω
διαλέγεσθαι
διαλέγεται
διαλεγῆναι
διαλέγομαι
διαλεγόμενοι
διαλεγόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: διαλέγω
διαλεγόμενος
διαλεγομένου
διαλέγω
Present
  • διαλέγεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • διαλέγεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διαλέγομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • διαλεγόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διαλεγόμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διαλεγόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διαλεγομένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
Imperfect
  • διελέγετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
Future
Aorist
  • διαλεγῆναι Verb: Aor Pass Infin
  • διελέχθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διαλεχθῆναι Verb: Aor Pass Infin
  • διελέχθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διελέξαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
  • διελέξατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
διαλειπεῖν
διαλείπεις
  • Parse: Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • Meaning: to leave an interval between
  • Root: διαλείπω
διαλειπέτω
διαλειπέτωσαν
διαλείπῃς
διαλείπητε
διαλείπω
Present
Imperfect
  • διέλειπον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διέλειπον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διαλείψει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διαλείψεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
Aorist
  • διαλιπών Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • διαλίῃς Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διαλιπεῖν Verb: Aor Act Infin
  • διαλιπέτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • διαλιπέτωσαν Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
  • διαλίπῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • διαλίπητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
  • διέλιπε(ν) Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
  • διελίπομεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
  • διέλιπον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
διαλείψει
διαλείψεις
διάλεκτον
διάλεκτος
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάλεκτοςδιάλεκτοι
GENδιαλέκτουδιαλέκτων
DATδιαλέκτῳδιαλέκτοις
ACCδιάλεκτονδιαλέκτους
VOCδιάλεκτεδιάλεκτοι
διαλέκτῳ
διαλελοιπότων
  • Parse: Part: Perf Act Gen Plur Masc/Neut
  • Meaning: to leave an interval between
  • Root: διαλείπω
διαλέλυται
  • Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διαλύω
διάλευκα
διάλευκοι
διάλευκον
διάλευκος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάλευκοςδιάλευκον
GENδιαλεύκου
DATδιαλεύκῳ
ACCδιάλευκον
VOCδιάλευκεδιάλευκον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιάλευκοιδιάλευκα
GENδιαλεύκων
DATδιαλεύκοις
ACCδιαλεύκουςδιάλευκα
VOCδιάλευκοιδιάλευκα
διαλεύκους
διαλεχθῆναι
διαλεχθήσεται
διαλήμψεσθε
διάλημψιν
διάλημψις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάλημψιςδιαλήμψεις
GENδιαλήμψεωςδιαλήμψεων
DATδιαλήμψειδιαλήμψεσι(ν)
ACCδιάλημψι(ν)διαλήμψεις
VOCδιάλημψιςδιαλήμψεις
διαλήψεως
διαλῆψις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: conviction
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαλῆψιςδιαλήψεις
GENδιαλήψεωςδιαλήψεων
DATδιαλήψειδιαλήψεσι(ν)
ACCδιαλῆψι(ν)διαλήψεις
VOCδιαλῆψιςδιαλήψεις
διαλίῃς
διάλιθος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: set with precious stones
διαλιμπάνω
διαλιπεῖν
διαλιπέτω
διαλιπέτωσαν
διαλίπῃς
διαλίπητε
διαλλαγή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαλλαγήδιαλλαγαί
GENδιαλλαγῆςδιαλλαγῶν
DATδιαλλαγῇδιαλλαγαῖς
ACCδιαλλαγήνδιαλλαγάς
VOCδιαλλαγήδιαλλαγαί
διαλλαγῇ
διαλλάγηθι
διαλλαγήσεται
διαλλαγῶσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: διαλλάσσω
διαλλάξαι
διαλλάξας
διαλλάσσεται
διαλλάσσοντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • Root: διαλλάσσω
διαλλάσσουσιν
διαλλάσσω
διαλλάσσων
διάλλομαι
διαλλόμενος
διαλογή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαλογήδιαλογαί
GENδιαλογῆςδιαλογῶν
DATδιαλογῇδιαλογαῖς
ACCδιαλογήνδιαλογάς
VOCδιαλογήδιαλογαί
διαλογιεῖσθε
διαλογίζεσθαι
διαλογίζεσθε
διαλογίζεται
διαλογίζῃ
διαλογίζοιτο
διαλογίζομαι
Present
  • διαλογίζου Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
  • διαλογίζεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διαλογιζομένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
  • διαλογιζομένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
  • διαλογίζῃ Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 2nd Sing
  • διαλογίζεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • διαλογίζεσθε Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Plur
  • διαλογιζόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διαλογιζόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διαλογιζομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
  • διαλογίζονται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
Imperfect
  • διαλογίζου Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 2nd Sing
  • διελογίζεσθε Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 2nd Plur
  • διελογίζετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διελογιζόμην Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 1st Sing
  • διελογίζοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
Future
  • διαλογιεῖσθε Verb: Fut Mid Ind 2nd Plur
  • διαλογιοῦνται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
Aorist
  • διαλογισάσθω Verb: Aor Mid Imperative 3rd Sing
  • διελογισάμην Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
  • διελογίσαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
  • διελογίσατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
διαλογιζόμενοι
διαλογιζόμενος
διαλογιζομένου
διαλογιζομένους
διαλογιζομένων
διαλογίζονται
διαλογίζου
διαλογιοῦνται
διαλογισάσθω
διαλογισμοί
διαλογισμοῖς
διαλογισμόν
διαλογισμός
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMδιαλογισμόςδιαλογισμοί
GENδιαλογισμοῦδιαλογισμῶν
DATδιαλογισμῷδιαλογισμοῖς
ACCδιαλογισμόνδιαλογισμούς
VOCδιαλογισμέδιαλογισμοί
διαλογισμοῦ
διαλογισμούς
διαλογισμῷ
διαλογισμῶν
διαλοιδόρησις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαλοιδόρησιςδιαλοιδορήσεις
GENδιαλοιδορήσεωςδιαλοιδορήσεων
DATδιαλοιδορήσειδιαλοιδορήσεσι(ν)
ACCδιαλοιδόρησι(ν)διαλοιδορήσεις
διάλυε
  • Parse: Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
  • Root: διαλύω
διαλύεται
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διαλύω
διαλυθῇ
διαλυθήσεται
διαλῦον
  • Parse: Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
  • Root: διαλύω
διαλύοντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διαλύω
διαλῦσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • Root: διαλύω
διαλύσει
διαλύσεως
διάλυσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάλυσιςδιαλύσεις
GENδιαλύσεωςδιαλύσεων
DATδιαλύσειδιαλύσεσι(ν)
ACCδιάλυσι(ν)διαλύσεις
διαλύω
Present
  • διαλύειν Part: Pres Act Infin
  • διαλύοντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • διαλύοντα Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
  • διαλύεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διάλυε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
  • διαλῦον Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
Imperfect
  • διέλυε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • διελύοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
Future
  • διαλυθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
  • διαλύσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
Aorist
  • διαλυθῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
  • διαλῦσαι Verb: Aor Act Infin
  • διελύθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διελύσαμεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
Perfect
  • διαλέλυται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing