διαμαρτάνοντες
διαμαρτάνουσιν
διαμαρτάνω
διαμαρτήσεις
διαμάρτητε
διαμάρτυραι
διαμαρτυράμενοι
διαμαρτύρασθαι
διαμαρτύρεται
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρῇ
διαμαρτύρῃ
διαμαρτύρηται
διαμαρτυρία
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαμαρτυρίαδιαμαρτυρίαι
GENδιαμαρτυρίαςδιαμαρτυριῶν
DATδιαμαρτυρίᾳδιαμαρτυρίαις
ACCδιαμαρτυρίανδιαμαρτυρίας
VOCδιαμαρτυρίαδιαμαρτυρίαι
διαμαρτυρίᾳ
διαμαρτυρίας
διαμαρτύρομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to inform about
    • to charge, warn, adjure
    • to witness against, testify (of), bear witness (to)
    • to bear witness to, declare as a witness
    • to call as a witness and affirm
    • to asseverate, declare earnestly, state firmly
    • to denounce solemnly
    • to give firm guideline to
  • Cognates:

    διαμαρτύρομαι, μαρτύρομαι, προμαρτύρομαι

  • Forms:
Present
  • διαμαρτύρῃ Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Sing
  • διαμαρτύρεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διαμαρτύρηται Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Sing
  • διαμαρτυρόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διαμαρτύρωμαι Verb: Pres Mid/Pass Subj 1st Sing
  • διαμαρτύρωνται Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Plur
Imperfect
  • διεμαρτύρετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
Future
  • διαμαρτυρῇ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
Aorist
  • διαμάρτυραι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • διαμαρτυράμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
  • διαμαρτύρασθαι Verb: Aor Mid/Pass Infin
  • διεμαρτυράμεθα Verb: Aor Mid Ind 1st Plur
  • διεμαρτύρατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • διεμαρτύρω Verb: Aor Mid Ind 2nd Sing
διαμαρτυρόμενος
διαμαρτύρωμαι
διαμαρτύρωνται
διαμασάομαι
διαμασῶ
διαμάχεσθαι
διαμαχήσεται
διαμαχίζομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning: to fight, war, strive for, grapple with, wrestle with (actual or figurative)
  • Forms:
    • διαμεμάχισται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
διαμάχομαι
διαμάχου
διαμείνατε
διαμείνῃ
διαμείνητε
διαμελίζω
διαμελισθήσεται
διαμεμαρτύρημαι
διαμεμαρτυρημένοι
διαμεμαρτύρησαι
διαμεμαρτύρηται
διαμεμάχισται
διαμεμενηκότες
διαμεμερισμένα
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • Meaning: to distribute
  • Root: διαμερίζω
διαμεμερισμένοι
διάμενε
διαμένει
διαμενεῖ
διαμένειν
διαμενεῖν
διαμένεις
διαμενεῖς
διαμενεῖτε
διαμένετε
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
    • Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
  • Root: διαμένω
διαμένῃ
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 2nd Sing
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • Root: διαμένω
διαμένουσαν
  • Parse:
    • Part: Pres/Fut Act Acc Sing Fem
    • Part: Pres/Fut Act Gen Plur Fem
  • Meaning: to remain, continue, persist
  • Root: διαμένω
διαμενοῦσι, διαμενοῦσιν
διαμένω
Present
  • διαμένοι Verb: Pres/Fut Act Opt 3rd Sing
  • διαμένετε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • διαμένετε Verb: Pres Act Imperative 2nd Plur
  • διάμενε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
  • διαμένει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • διαμένεις Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • διαμένων Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • διαμένῃ Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
  • διαμένῃ Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 2nd Sing
  • διαμένῃ Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
Imperfect
  • διέμενε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
Future
  • διαμενεῖτε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
  • διαμενεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διαμενεῖν Verb: Fut Act Infin
  • διαμενοῦσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • διαμένῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
Aorist
  • διέμειναν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • διαμείνητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
  • διαμείνατε Verb: Aor Act Ind/Imperative 2nd Plur
  • διαμείνῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • διέμεινε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
  • διαμεμενηκότες Part: Perf Act Nom Plur Masc
διαμένων
διαμεριζόμεναι
διαμεριζόμενοι
διαμερίζοντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • Root: διαμερίζω
διαμερίζονται
διαμερίζω
Present
  • διαμεριζόμεναι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Fem
  • διαμεριζόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διαμερίζοντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • διαμερίζονται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
Imperfect
  • διεμέριζε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • διεμέριζον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διεμέριζον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διαμερίσετε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
  • διαμερισθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
  • διαμερισθήσονται Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
  • διαμεριῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • διαμερίσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • διαμερίσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διαμέρισον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διαμερισθεῖσα Part: Aor Pass Nom Sing Fem
  • διεμερίσαντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
  • διεμέρισας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διεμέρισε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διεμέρισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διεμερίσθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διεμερίσθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
Perfect
  • διαμεμερισμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
διαμερίσας
διαμερίσατε
διαμερίσετε
διαμερισθεῖσα
διαμερισθήσεται
διαμερισθήσονται
διαμερισμοί
διαμερισμόν
διαμερισμός
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMδιαμερισμόςδιαμερισμοί
GENδιαμερισμοῦδιαμερισμῶν
DATδιαμερισμῷδιαμερισμοῖς
ACCδιαμερισμόνδιαμερισμούς
VOCδιαμερισμέδιαμερισμοί
διαμέρισον
διαμεριῶ
διαμετρέω
διαμετρῆσαι
διαμετρήσεις
διαμετρήσεως
διαμέτρησιν
διαμέτρησις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαμέτρησιςδιαμετρήσεις
GENδιαμετρήσεωςδιαμετρήσεων
DATδιαμετρήσειδιαμετρήσεσι(ν)
ACCδιαμέτρησι(ν)διαμετρήσεις
διαμετρήσω
διαμονή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: continuance, permanence
  • Forms:
διαμφιβάλλω