- παρασιωπᾷ
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: παρασιωπάω
- παρασιωπάω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to pass over in silence
- to remain silent, keep silence
- to hold one's peace
- to omit mention of
- to turn a blind eye to
- Passive Meaning:
- to be passed over in silence
- to be ignored
- Cognates:
- Forms:
- παρασιωπᾷ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- παρασιωπηθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- παρασιωπήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- παρασιωπήσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- παρασιωπήσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- παρασιωπήσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- παρασιωπήσομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- παρασιωπήσονται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- παρεσιώπα Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- παρεσιωπήσατε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
- παρεσιώπησε(ν) Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
- παρασιωπηθήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
- Root: παρασιωπάω
- παρασιωπήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: παρασιωπάω
- παρασιωπήσῃ
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: παρασιωπάω
- Parse:
- παρασιωπήσῃς
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
- Root: παρασιωπάω
- παρασιωπήσομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: παρασιωπάω
- παρασιωπήσονται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: παρασιωπάω
- παρασκευάζει
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάζειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάζεται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάζετε
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευαζόμενα
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάζοντι
-
- Parse: Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευαζόντων
-
- Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάζου
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Imperative 2nd Sing
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Active Meaning:
- to prepare, get ready, provide
- to bring about, occasion
- to superintend
- to stir up (conflicts)
- Middle Meaning:
- to relieve oneself (euphemistic term for using the toilet)
- to prepare for oneself
- to prepare oneself
- to make preparation
- Cognates:
ἀνασκευάζω, ἀποσκευάζω, διασκευάζω, ἐπισκευάζω, κατασκευάζω, μετασκευάζω, παρασκευάζω, προκατασκευάζω, σκευάζω
- Forms:
- παρασκευάζων
-
- Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
- Meaning: to get ready, prepare
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: παρασκευάζω
- Parse:
- παρασκευάσασθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάσασθε
-
- Parse: Verb: Aor Mid Imperative 2nd Plur
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευάσῃ
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
- Root: παρασκευάζω
- Parse:
- παρασκευασθέντα
-
- Parse: Part: Aor Pass Nom/Acc Sing Neut
- Root: παρασκευάζω
- παρασκευή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- preparation, readiness, supply
- food supply (for troops)
- act of getting ready
- prepared equipment, something prepared
- Cognates:
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM παρασκευή παρασκευαί GEN παρασκευῆς παρασκευῶν DAT παρασκευῇ παρασκευαῖς ACC παρασκευήν παρασκευάς VOC παρασκευή παρασκευαί
- παρασκευάς
-
- Parse: Noun: Acc Plur Fem
- Root: παρασκευή
- παρασκευήν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: παρασκευή
- παρασκευῆς
-
- Parse: Noun: Gen Sing Fem
- Root: παρασκευή
- παρασπονδέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to break a contract
- Forms:
- παρασπονδοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
- παραστάντες
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Plur Masc
- Root: παρίστημι
- παράστασιν
-
- Parse: Noun: Acc Sing Fem
- Root: παράστασις
- παράστασις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- pomp, magnificence (I Macc 15:32)
- impressive and pompous state
- exhibition, display
- a putting aside
- Cognates:
ἀνάστασις, ἀποκατάστασις, ἀπόστασις, βελόστασις, διάστασις, ἔκστασις, ἐξανάστασις, ἐπαναστάσις, ἐπίστασις, ἐπισύστασις, κατάστασις, παράστασις, περίστασις, στάσις, σύστασις, ὑπόστασις
Feminine Noun Singular Plural NOM αράστασις αραστάσεις GEN αραστάσεως αραστάσεων DAT αραστάσει αραστάσεσι(ν) ACC αράστασι(ν) αραστάσεις
- παραστάτης
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Root: παραστάτις
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM παραστάτης παραστάτητες GEN παραστάτητος παραστατήτων DAT παραστάτητι παραστάτησι(ν) ACC παραστάτητα παραστάτητας VOC παραστάτης παραστάτητες
- παραστάτις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: a helper
- Cognates:
- Forms:
- παραστάτης Noun: Nom Sing Fem
Feminine Noun Singular Plural NOM παραστάτις παραστάτιδες GEN παραστάτιδος παραστάτίδων DAT παραστάτιδι παραστάτισι(ν) ACC παραστάτιδα παραστάτιδας VOC παραστάτι παραστάτιδες
- παραστήκοντες
-
- Parse: Part: Perf Act Nom Plur Masc
- Root: παρίστημι
- παραστήκω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Note: Alt form of παρίστημι
- Meaning:
- to stand near
- to be present nearby to serve
- Cognates:
ἀνθίστημι, ἀνίστημι, ἀντανίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀπανίστημι, ἀποκαθίστημι, ἀποκατίστημι, ἀφίστημι, διανίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξανίστημι, ἐξίστημι, ἐπανίστημι, ἐπίστημι, ἐπισυνίστημι, ἐφίστημι, ἵστημι, καθίστημι, κατανίστημι, κατεφίστημι, μεθίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρεξίστημι, παραστήκω, παρίστημι, προΐστημι, προίστημι, προσκαθίστημι, προϋφίστημι, στήκω, συμπαρίστημι, συναφίστημι, συνεφίστημι, συνίστημι, ὑφίστημι
- παραστῆναι
-
- Parse: Verb: 2Aor Act Infin
- Root: παρίστημι
- παραστῆσαι
-
- Parse:
- Verb: Aor Act Infin
- Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
- Root: παρίστημι
- Parse:
- παραστήσας
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: παρίστημι
- παραστήσατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
- Root: παρίστημι
- παραστήσει
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
- Root: παρίστημι
- παραστήσεται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
- Root: παρίστημι
- παραστήσομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: παρίστημι
- παραστησόμεθα
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
- Root: παρίστημι
- παραστήσονται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: παρίστημι
- παραστήσωμεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Subj 1st Plur
- Root: παρίστημι
- παρασυμβάλλομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: παρασυμβάλλω
- παρασυμβάλλω
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Active Meaning:
- to compare
- Passive Meaning:
- to resemble
- to be likened to
- to be compared to
- Cognates:
βάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀνεκβάλλω, ἀνθυπερβάλλω, ἀνθυποβάλλω, ἀντεισβάλλω, ἀντεμβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀντιδιαβάλλω, ἀντικαταβάλλω, ἀντιμεταβάλλω, ἀντιπαραβάλλω, ἀντιπεριβάλλω, ἀπεκβάλλω, ἀποβάλλω, ἀποπροβάλλω, διαβάλλω, διαμφιβάλλω, διαναβάλλω, διεκβάλλω, διεμβάλλω, διυποβάλλω, ἐγκαταβάλλω, εἰσβάλλω, ἐκπροβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, ἐμπεριβάλλω, ἐνδιαβάλλω, ἐνιβάλλω, ἐπαμφιβάλλω, ἐπαναβάλλω, ἐπεισβάλλω, ἐπεκβάλλω, ἐπεμβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐπιδιαβάλλω, ἐπικαταβάλλω, ἐπιπαρεμβάλλω, ἐπιπροβάλλω, ἐπιπροσβάλλω, καββάλλω, καθυπερβάλλω, καθυποβάλλω, καταβάλλω, καταπροβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, παρακαταβάλλω, παρασυμβάλλομαι, παρεισβάλλω, παρεκβάλλω, παρεμβάλλω, παρεπιβάλλω, περιβάλλω, περικαταβάλλω, περιπροβάλλω, προαποβάλλω, προβάλλω, προδιαβάλλω, προεισβάλλω, προεκβάλλω, προεμβάλλω, προεπιβάλλω, προκαταβάλλω, προμεταβάλλω, προπαραβάλλω, προσαναβάλλω, προσαντιβάλλω, προσαποβάλλω, προσβάλλω, προσδιαβάλλω, προσεκβάλλω, προσεμβάλλω, προσεπεμβάλλω, προσεπιβάλλω, προσκαταβάλλω, προσπαρεμβάλλω, προσπεριβάλλω, προσσυναποβάλλω, προσυπερβάλλω, προσυποβάλλω, προϋποβάλλω, προυποβάλλω, συγκαταβάλλω, συμβάλλω, συμμεταβάλλω, συμπεριβάλλω, συμπροβάλλω, συναντιβάλλω, συναποβάλλω, συνδιαβάλλω, συνδιεκβάλλω, συνεισβάλλω, συνεκβάλλω, συνεμβάλλω, συνεπιβάλλω, συνυπερβάλλω, συνυποβάλλω, ὑπεκβάλλω, ὑπεμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω, ὑποδιαβάλλω, ὑποκαταβάλλω
- Forms:
- παρασυμβάλλομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- παρασυνεβλήθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- παρασυνεβλήθη
-
- Parse: Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- Root: παρασυμβάλλω
- παρασύρω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to sweep away, carry away
- Forms:
- παρεσύρη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
- παρασφαλίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to fortify next in order
- Forms:
- παρησφαλίσατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- παρασχέσθαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Infin
- Root: παρέχω
- παράσχησθε
-
- Parse:
- Verb: Aor Mid Subj 2nd Plur
- Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Plur
- Root: παρέχω
- Parse: