διασαλεύθητι
διασαλεύω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to shake violently
    • to reduce to anarchy
  • Cognates:

    διασαλεύω, σαλεύω

  • Forms:
    • διασαλεύθητι Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
διασαφεῖ
διασαφέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to explain the meaning of
    • to state plainly
    • to instruct plainly
    • to make quite clear, show plainly
    • to clear thoroughly
    • to declare, tell unto, inform
  • Forms:
    • διασαφοῦμεν Verb: Pres/Imperative Act Ind 1st Plur
    • διασαφεῖ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • διασαφηθήσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
    • διασαφῆσαι Verb: Aor Act Infin
    • διασαφήσητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
    • διασάφησον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
    • διεσαφεῖτο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διεσάφησα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
    • διεσάφησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • διεσάφησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διασαφηθήσεται
διασαφῆσαι
διασαφήσητε
διασάφησιν
διασάφησις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • explanation, interpretation
    • act of explaining
    • publicly made known text
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιασάφησιςδιασαφήσεις
GENδιασαφήσεωςδιασαφήσεων
DATδιασαφήσειδιασαφήσεσι(ν)
ACCδιασάφησι(ν)διασαφήσεις
διασάφησον
διασείσητε
διασεισθέντες
διασείω
διασέσῳσμαι, διασέσωσμαι
διασεσῳσμένη, διασεσωσμένη
διασεσῳσμένοι, διασεσωσμένοι
διασεσῳσμένον, διασεσωσμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διασῴζω
διασεσῳσμένος, διασεσωσμένος
διασέσωσται
διασέσωται
διασημαίνω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to mark out, point out clearly
διασκεδάζει
διασκεδάζω, διασκεδάννυμι
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to scatter abroad, disperse
    • to spread, distribute
    • to turn away from
    • to reject, erase, throw away
    • to break, cause to disintegrate
    • to squander, waste, misuse
    • to confuse
    • to thwart, jeopardize, frustrate, prevent successful conclusion of
  • Passive Meaning:
    • to be dispersed
  • Cognates:

    ἀποσκεδάζω, διασκεδάζω, κατασκεδάζω

  • Forms:
Present
  • διασκεδάννυται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διασκεδάζει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
Imperfect
Future
  • διασκεδάσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διασκεδάσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • διασκεδάσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • διασκεδασθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
Aorist
  • διασκεδάσαι Verb: Aor Act Infin
  • διασκεδάσῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • διασκέδασον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διασκεδασθῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
  • διασκεδάσω Verb: Aor Act Subj 1st Sing
  • διεσκεδάσαμεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
  • διεσκέδασαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • διεσκέδασε(ν) Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
  • διεσκεδάσθαι Verb: Perf Mid/Pass Infin
  • διεσκέδασται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
διασκευάζω
διασκευάσει
  • Parse: Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • Meaning: to revise or edit a work for publication
  • Root: διασκευάζω
διασκεδάννυται
διασκεδάσαι
διασκεδάσει
διασκεδάσεις
διασκεδάσῃς
διασκεδασθῇ
διασκεδασθήσεται
διασκέδασον
διασκεδάσουσι, διασκεδάσουσιν
διασκεδάσω
διασκευή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιασκευήδιασκευαί
GENδιασκευῆςδιασκευῶν
DATδιασκευῇδιασκευαῖς
ACCδιασκευήνδιασκευάς
VOCδιασκευήδιασκευαί
διασκευῇ
διασκευήν
διασκευῆς
διασκιρτάω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to leap about
    • to skip around
  • Cognates:

    διασκιρτάω, σκιρτάω

  • Forms:
    • διεσκίρτησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
διασκορπιεῖ
διασκορπιεῖς
διασκορπίζεις
διασκορπίζηται
διασκορπίζοντες
διασκορπίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to scatter abroad, disperse, strew, waste, dissipate, rout, separate, scatter away
  • Cognates:

    διασκορπίζω, σκορπίζω

  • Forms:
Present
  • διασκορπίζεις Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • διασκορπίζηται Verb: Pres Mid/Pass Subj 3rd Sing
  • διασκορπίζοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • διασκορπίζων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
Future
  • διασκορπιεῖς Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • διασκορπιεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διασκορπίσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • διασκορπισθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
  • διασκορπισθήσονται Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
  • διασκορπιῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • διασκορπίσαι Verb: Aor Act Infin
  • διασκορπίσαντα Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
  • διασκορπίσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διασκορπίσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • διασκόρπισον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διασκορπισθῆτε Verb: Aor Pass Subj 2nd Plur
  • διασκορπισθήτωσαν Verb: Aor Pass Imperative 3rd Plur
  • διεσκόρπισα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • διεσκόρπισας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διεσκορπίσατε Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
  • διεσκόρπισε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διεσκόρπισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • διεσκορπίσθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διεσκορπίσθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διεσκορπίσθητε Verb: Aor Pass Ind 2nd Plur
Perfect
  • διεσκορπισμένα Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • διεσκορπισμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • διεσκορπισμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
διασκορπίζων
διασκορπίσαι
διασκορπίσαντα
διασκορπίσατε
διασκορπίσεις
διασκορπίσῃ
διασκορπισθήσεται
διασκορπισθήσονται
διασκορπισθῆτε
διασκορπισθήτωσαν
διασκορπισμόν
διασκορπισμός
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMδιασκορπισμόςδιασκορπισμοί
GENδιασκορπισμοῦδιασκορπισμῶν
DATδιασκορπισμῷδιασκορπισμοῖς
ACCδιασκορπισμόνδιασκορπισμούς
VOCδιασκορπισμέδιασκορπισμοί
διασκορπισμῷ
διασκόρπισον
διασκορπιῶ
δίασμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: warp (in a loom), web
  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMδίασμαδιάσματα
GENδιάσματοςδιασμάτων
DATδιάσματιδιάσμασι(ν)
ACCδίασμαδιάσματα
VOCδίασμαδιάσματα
διάσματι
διάσματος
διάσπα
διασπαράξωσι, διασπαράξωσιν
διασπαράσσω
διασπαρέντες
διασπαρῇ
διασπαρῆναι
διασπαρήσεσθε
διασπάρητε
διασπάσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • Root: διασπάω
διασπάσει
διασπασθῇ
διασπασμόν
διασπασμός
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMδιασπασμόςδιασπασμοί
GENδιασπασμοῦδιασπασμῶν
DATδιασπασμῷδιασπασμοῖς
ACCδιασπασμόνδιασπασμούς
VOCδιασπασμέδιασπασμοί
διασπᾶται
διασπάω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to tear apart, part forcibly, draw apart, sever, dismember, pluck asunder, pull in pieces, force apart
  • Cognates:

    ἀνασπάω, ἀποσπάω, διασπάω, εἰσσπάομαι, ἐκσπάω, ἐπισπάω, κατασπάω, περισπάω, σπάω, συσπάω

  • Forms:
    • διασπώσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
    • διασπῶμεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
    • διάσπα Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
    • διασπάσαι Verb: Aor Act Infin
    • διασπάσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • διασπασθῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
    • διασπᾶται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διέσπασας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
    • διέσπασε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • διεσπάσθαι Verb: Perf Mid/Pass Infin
    • διεσπάσθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
διασπεῖραι
διασπείρω
Present
Imperfect
Future
  • διασπαρήσεσθε Verb: Fut Pass Ind 2nd Plur
  • διασπερεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διασπερῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • διασπείρω Verb: Aor Act Subj 1st Sing
  • διασπαρῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
  • διασπάρητε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διασπεῖραι Verb: Aor Act Infin
  • διεσπάρη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διέσπειρα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • διέσπειρας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διασπαρέντες Part: 2Aor Pass Nom Plur Masc
  • διασπαρῆναι Verb: 2Aor Pass Infin
  • διεσπάρησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διέσπειρε(ν) Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
  • διεσπαρμένοις Part: Perf Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
  • διεσπαρμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διεσπαρμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • διεσπαρμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διεσπαρμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διεσπαρμένους Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
διασπείρω
διασπερεῖ
διασπερῶ
διασπορά
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • the action of dispersing (people) away from their national boundaries
    • the land where someone has been dispersed away from his national boundaries
    • a group of people dispersed away from their national boundaries
    • dispersion, diaspora, (which are) scattered (abroad)
  • Note: διασποράς Alt. form Noun: Acc Plur Fem
  • Cognates:

    διασπορά, σπορά

  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιασποράδιασποραί
GENδιασπορᾶς, διασποράςδιασπορῶν
DATδιασπορᾷδιασποραῖς
ACCδιασποράνδιασποράς
VOCδιασποράδιασποραί, διασπορᾶς
διασπορᾷ
διασποράν
διασπορᾶς
διασποράς
διασπορπίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to scatter abroad, disperse, strew, waste, dissipate, rout, separate
  • Cognates:

    διασκορπίζω, σκορπίζω

  • Forms:
    • διεσπόρπισε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • διεσπόρπισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διασπῶμεν
διασπώσης
  • Parse: Part: Pres Act Gen Sing Fem
  • Meaning: to tear apart
  • Root: διασπάω
διασταλήσεται
διασταλήσονται
διαστάλητε
διάσταλμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: distinguishing
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMδιάσταλμαδιαστάλματα
GENδιαστάλματοςδιασταλμάτων
DATδιαστάλματιδιαστάλμασι(ν)
ACCδιάσταλμαδιαστάλματα
VOCδιάσταλμαδιαστάλματα
διαστάλσεις
διάσταλσις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • exact provisions made in a treaty
    • arrangement, compact, pact, treaty
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάσταλσιςδιαστάλσεις
GENδιαστάλσεωςδιαστάλσεων
DATδιαστάλσειδιαστάλσεσι(ν)
ACCδιάσταλσι(ν)διαστάλσεις
διαστάσης
διάστασιν
διάστασις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιάστασιςδιαστάσεις
GENδιαστάσεωςδιαστάσεων
DATδιαστάσειδιαστάσεσι(ν)
ACCδιάστασι(ν)διαστάσεις
διαστεῖλαι
διαστειλάμενος
  • Parse: Part: Aor Mid Nom Sing Masc
  • Meaning: to put asunder, expand, separate
  • Root: διαστέλλω
διαστείλας
διαστείλασθαι
διαστείλῃ
διάστειλον
διαστελεῖ
διαστελεῖς
διαστελεῖσθε
διαστελεῖτε
διαστέλλειν
διαστέλλομαι
διαστελλόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: διαστέλλω
διαστέλλουσα
διαστέλλω
Present
  • διαστέλλων Part: Pres/Aor Act Nom Sing Masc
  • διαστέλλειν Verb: Pres Act Infin
  • διαστέλλομαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • διαστέλλουσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • διαστελλόμενον Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
Imperfect
  • διέστελλε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • διεστέλλετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διέστελλον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διέστελλον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διασταλήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
  • διασταλήσονται Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
  • διαστελεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διαστελεῖς Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • διαστελεῖσθε Verb: Fut Mid Ind 2nd Plur
  • διαστελεῖτε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
  • διαστελοῦσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • διαστελῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • διαστάλητε Verb: Aor Pass Subj 2nd Plur
  • διαστεῖλαι Verb: Aor Act Infin
  • διαστείλας Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • διαστείλασθαι Verb: Aor Mid Infin
  • διαστείλῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • διαστείλῃ Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
  • διάστειλον Verb: 1Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διεστάλη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διεστάλησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διέστειλα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • διεστειλάμεθα Verb: Aor Mid Ind 1st Plur
  • διέστειλαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • διέστειλας Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διεστείλατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • διέστειλεν Verb: 1Aor Mid Ind 3rd Sing
  • διεστείλω Verb: Aor Mid Ind 2nd Sing
Perfect
  • διεσταλμένα Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • διεσταλμένον Part: PluPerf pass Acc Sing Masc
διαστέλλων
διαστελοῦσι, διαστελοῦσιν
διαστελῶ
διάστημα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMδιάστημαδιαστήματα
GENδιαστήματοςδιαστημάτων
DATδιαστήματιδιαστήμασι(ν)
ACCδιάστημαδιαστήματα
VOCδιάστημαδιαστήματα
διαστήματι
διαστήματος
διαστημάτων
διαστήσαντες
διαστήσεις
διαστήσῃς
διαστολάς
διαστολή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαστολήδιαστολαί
GENδιαστολῆςδιαστολῶν
DATδιαστολῇδιαστολαῖς
ACCδιαστολήνδιαστολάς
VOCδιαστολήδιαστολαί
διαστολήν
διαστολῆς
διαστράπτον
διαστράπτω
διαστραφῇ
διαστραφήσεσθε
διαστραφῶσιν
διαστρέφειν
διαστρέφετε
διαστρέφοντα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • Root: διαστρέφω
διαστρέφοντες
διαστρέφω
Present
  • διαστρέφειν Verb: Pres Act Infin
  • διαστρέφετε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • διαστρέφοντα Part: Pres Act Acc Sing Masc
  • διαστρέφοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • διαστρέφων Part: Pres Act Nom Sing Masc
Imperfect
  • διεστρέφετε Verb: Imperfect Act Ind 2nd Plur
  • διέστρεφον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • διέστρεφον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • διαστραφήσεσθε Verb: Fut Pass Ind 2nd Plur
  • διαστρέψει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διαστρέψεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
  • διαστρέψῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
Aorist
  • διαστραφῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
  • διαστραφῶσιν Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
  • διαστρέψαι Verb: Aor Act Infin
  • διεστράφησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διέστρεψαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • διέστρεψε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
  • διεστραμμένα Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • διεστραμμέναι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
  • διεστραμμένας Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
  • διεστραμμένη Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
  • διεστραμμένῃ Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Fem
  • διεστραμμένης Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
  • διεστραμμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • διεστραμμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
διαστρέφων
διαστρέψαι
διαστρέψει
διαστρέψεις
διαστρέψῃ
διαστροφάς
διαστροφή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιαστροφήδιαστροφαί
GENδιαστροφῆςδιαστροφῶν
DATδιαστροφῇδιαστροφαῖς
ACCδιαστροφήνδιαστροφάς
VOCδιαστροφήδιαστροφαί
διαστροφῇ
διαστρώννυμι
διασυρίζον
διασυρίζω
διασφαγαί
διασφαγή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMδιασφαγήδιασφαγαί
GENδιασφαγῆςδιασφαγῶν
DATδιασφαγῇδιασφαγαῖς
ACCδιασφαγήνδιασφαγάς
VOCδιασφαγήδιασφαγαί
διασφάλλω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to overturn utterly, frustrate
    • not to succeed in attaining
  • Passive Meaning:
    • to be disappointed in (something)
  • Cognates:

    διασφάλλω, ἐπισφάλλω, σφάλλω

  • Forms:
    • διεσφαλμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
διασχίζουσι
διασχίζω
διασῴζει
διασώζεσθαι, διασῴζεσθαι
διασῴζεται, διασώζεται
διασώζῃ
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 2nd Sing
  • Root: διασῴζω
διασῳζόμενοι, διασωζόμενοι
διασῳζόμενον, διασωζόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Neut
  • Root: διασῴζω
διασῳζόμενος, διασωζόμενος
διασῳζομένων, διασωζομένων
διασῴζονται
διασῴζουσα
διασῴζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to preserve, save, deliver
    • to save out of difficulty
    • to preserve, maintain, keep safe
  • Passive Meaning:
    • to come safe through
    • to come safe to
    • to be spared something unpleasant
    • to escape from
  • Substantive Meaning:
    • survivor
    • escapee
    • one who is preserved
  • Cognates:

    ἀνασῴζω, διασῴζω, ἐκσῴζω, σώζω

  • Forms:
Present
  • διασώζεσθαι, διασῴζεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • διασώζοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • διασῴζει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • διασῴζεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διασῳζόμενοι Part: Pres Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διασῳζόμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διασῳζόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διασῳζομένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
  • διασῴζονται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • διασῴζουσα Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • διασῴζων Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • διασώζῃ Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
  • διασώζῃ Verb: Pres Mid/Pass Ind/Subj 2nd Sing
Imperfect
  • διεσῴζοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • διεσώζετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
Future
  • διασωθήσεσθε Verb: Fut Pass Ind 2nd Plur
  • διασωθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
  • διασωθήσομαι Verb: Fut Pass Ind 1st Sing
  • διασωθήσονται Verb: Fut Pass Ind 3rd Plur
  • διασώσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • διασώσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • διασωθεῖσα Part: Aor Pass Nom Sing Fem
  • διασώσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διασωθείη Verb: Aor Pass Opt 3rd Sing
  • διασωθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
  • διασωθέντι Part: Aor Pass Dat Sing Masc
  • διασωθῇ Verb: Aor Pass Subj 3rd Sing
  • διασωθῆτε Verb: Aor Pass Subj 2nd Plur
  • διασώθητι Verb: Aor Pass Imperative 2nd Sing
  • διασωθῶσιν Verb: Aor Pass Subj 3rd Plur
  • διασώσαντι Part: Aor Act Dat Sing Masc/Neut
  • διασωσάτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • διασωθῇς Verb: Aor Pass Subj 2nd Sing
  • διασώσῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • διασώσωσι Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • διασώσωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • διεσώθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • διεσώθημεν Verb: Aor Pass Ind 1st Plur
  • διεσώθην Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
  • διεσώθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διέσωσα Verb: 1Aor Act Ind 1st Sing
  • διέσωσε(ν) Verb: 1Aor Act Ind 3rd Sing
  • διασωθέντα Part: Aor Pass Acc Sing Masc
  • διασωθέντες Part: Aor Pass Nom Plur Masc
  • διασωθῆναι Verb: Aor Pass Infin
  • διασῶσαι Verb: Aor Act Infin
  • διασῶσαι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • διασῶσαι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • διασώσαι Verb: Aor Act Infin
  • διασώσαι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • διασώσαι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
Perfect
  • διασέσῳσμαι Verb: Perf Mid/Pass Ind 1st Sing
  • διασεσῳσμένη Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
  • διασεσῳσμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
  • διασεσῳσμένον Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διασεσῳσμένον Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • διασεσῳσμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διασέσωται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
διασῴζων
διασωθείη
διασωθείς
διασωθέντα
διασωθέντες
διασωθέντι
διασωθῇ
διασωθῆναι
διασωθῇς
διασωθήσεσθε
διασωθήσεται
διασωθήσομαι
διασωθήσονται
διασωθῆτε
διασώθητι
διασωθῶσιν
διασῶσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • Root: διασῴζω
διασώσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • Root: διασῴζω
διασώσαντι
διασώσατε
διασωσάτω
διασώσει
διασώσῃ
διασώσω
διασώσωσι, διασώσωσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: διασῴζω