σύγκειμαι
  • Active Meaning:
    • to lie together, recline together
    • to conspire against (someone)
    • to conspire against (someone)
    • to exist together as a coherent unit
    • to consist, hold together
  • Passive Meaning:
    • to be in collusion
    • to be composed of
  • Forms:
    • σύγκεισθε Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Plur
    • σύγκειται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
σύγκεισθε
σύγκειται
συγκεκαλυμμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Root: συγκαλύπτω
συγκεκαλυμμένος
συγκέκαυται
συγκεκερασμένους
συγκέκλεικεν
συγκεκλεικότας
συγκεκλεῖσθαι
συγκεκλεισμένα
συγκεκλεισμένη
συγκεκλεισμένοι
συγκεκλεισμένῳ
συγκεκραμένος
συγκεκραμένους
συγκεκυφώς
συγκεντέω
  • Meaning: to pierce together, stab at once
  • Forms:
    • συγκεντῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • συνεκέντησε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • συνεκέντησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
συγκεντῶν
συγκεράννυμι
  • Active Meaning:
    • to co-mingle, mix with, blend
    • to blend
    • to temper together
    • to combine
    • to assimilate
  • Passive Meaning:
    • to be mingled with
    • to be mixed with
  • Forms:
    • συγκεράσαι Verb: Aor Act Infin
    • συγκεκερασμένους Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
    • συγκεκραμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
    • συγκεκραμένους Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
    • συγκερασθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
    • συγκραθῆναι Verb: Aor Pass Infin
    • συνεκέρασε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • συνεκέρασε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
συγκεράσαι
συγκερασθείς
συγκερατίζομαι
  • Meaning: to conflict, fight with the horns on the side of (someone)
  • Forms:
    • συγκερατισθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
συγκερατισθήσεται
συγκεραυνόω
  • Meaning: to strike with, strike as with a lightning bolt
  • Forms:
    • συνεκεραύνωσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
συγκεχυμένη
  • Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
  • Root: συγχέω
συγκεχυμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Root: συγχέω
συγκεχυμένος
  • Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • Root: συγχέω
συγκεχυμένων
  • Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
  • Root: συγχέω
συγκέχυται
  • Parse: Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: συγχέω
συγκεχώρηκε
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Imperative 2nd Sing
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
  • Root: συγχωρέω
συγκεχώρηται