- ἀντιθείς
-
- Parse: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: ἀντιτίθημι
- ἀντιθέσεις
-
- Parse #1: Part: Aor Act Nom Sing Masc
- Root: ἀντιτίθημι
- ----------
- Parse #2: Noun: Acc Plur Fem
- Root: ἀντίθεσις
- ἀντίθεσις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: opposition, objection, contradiction
- Cognates:
ἀντίθεσις, ἀπόθεσις, διάθεσις, ἔκθεσις, ἐπίθεσις, θέσις, μετάθεσις, παράθεσις, περίθεσις, πρόθεσις, πρόσθεσις, συγκατάθεσις, σύνθεσις, ὑπόθεσις
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀντίθεσις ἀντιθέσεις GEN ἀντιθέσεως ἀντιθέσεων DAT ἀντιθέσει ἀντιθέσεσι(ν) ACC ἀντίθεσι(ν) ἀντιθέσεις
- ἀντίθετος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Adjectival Meaning:
- opposed, contrary, antithetic, inconsistent with
- Substantival Meaning:
- counter-argument
- Cognates:
ἀμετάθετος, ἀνεύθετος, ἀντίθετος, ἀσύνθετος, ἐγκάθετος, ἔκθετος, εὔθετος, σύνθετος
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀντίθετος ἀντίθετον GEN ἀντιθέτου DAT ἀντιθέτῳ ACC ἀντίθετον VOC ἀντίθετε ἀντίθετον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀντίθετοι ἀντίθετα GEN ἀντιθέτων DAT ἀντιθέτοις ACC ἀντιθέτους ἀντίθετα VOC ἀντίθετοι ἀντίθετα
- ἀντιθήσουσι, ἀντιθήσουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: ἀντιτίθημι