προσθείη, προσθείῃ
προσθεῖναι
προσθείς
προσθεῖσα
πρόσθεμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • increase, addition
    • something that is additional
    • annex, extension (of a building)
προσθέμενοι
προσθέμενος
πρόσθεν
  • Parse: Adverb
  • Meaning: earlier, former
πρόσθες
πρόσθεσις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • increase, application, addition
    • something that has been added
προσθέτω
προσθέω
  • Meaning: to run toward
  • Forms:
    • προσθῶσι Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • προσθῶσιν Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
προσθῇ
προσθήκη
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: addition, appendage, appendix
  • Forms:
προσθήκην
προσθῇς
προσθήσει
προσθήσεις
προσθήσεσθε
προσθήσεται
προσθήσετε
προσθήσῃ
προσθῆσθε
προσθήσομεν
προσθήσουσι, προσθήσουσιν
προσθήσω
προσθήσωσι, προσθήσωσιν
προσθῆτε
προσθλίβω
  • Meaning: to press against, squeeze against
  • Forms:
    • προσέθλιψε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
προσθῶ
προσθώμεθα
προσθῶμεν
προσθῶσι, προσθῶσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: προσθέω