- ἀπόλλεις
-
- ἀπόλλυε
-
- ἀπολλύει
-
- ἀπολλύειν
-
- ἀπόλλυμαι
-
- ἀπολλύμεθα
-
- ἀπόλλυμεν
-
- ἀπολλύμενα
-
- ἀπολλυμένην
-
- ἀπολλύμενοι
-
- ἀπολλυμένοις
-
- ἀπολλύμενον
-
- ἀπολλύμενος
-
- ἀπολλυμένου
-
- ἀπολλυμένους
-
- ἀπολλυμένῳ
-
- ἀπολλυμένων
-
- ἀπόλλυμι,
ἀπόλλω,
ἀπολλύω
-
- Active Meaning:
- to ruin, destroy
- to demolish, dismantle, trash, wreck
- to lose
- to take away
- to erase, blot out
- to conceal and make inaccessible
- to be unavailable, be taken away
- not to be found, have vanished, have gone missing
- Middle Meaning:
- to be destroyed, ruined
- to perish, die
- to be lost
- ἀπολλύντα
-
- ἀπόλλυνται
-
- ἀπολλύοντες
-
- ἀπολλύουσαν
-
- ἀπολλύουσι
-
- ἀπόλλυσθαι
-
-
ἀπόλλυσι, ἀπολλῦσι;
ἀπόλλυσιν, ἀπολλῦσιν
-
- ἀπόλλυται
-
- ἀπόλλυτε
-
- ἀπολλύων
-
- ἀπόλλω
-