- ἀπολογεῖσθαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Infin
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπολογέομαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Meaning: to speak in defence, defend oneself, give an account, answer for oneself, excuse oneself
- Cognates:
ἀλογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀνθομολογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀπολογέομαι, βαττολογέω, γενεαλογέω, δευτερολογέω, δοξολογέω, ἐλαιολογέω, ἐλλογέω, ἐνευλογέω, ἐξομολογέω, ἐπικαρπολογέω, ἐπιρρωγολογέομαι, εὐλογέω, ἠθολογέω, καθομολογέω, κακολογέω, κατευλογέω, κενολογέω, κοινολογέομαι, ξενολογέω, ὁμολογέω, ὁπλολογέω, προεξομολογέω, προεξομολογέομαι, σεμνολογέω, στρατολογέω, συναρμολογέω, συνομολογέω, φορολογέω, χρησμολογέω, ψευδολογέω, ψηφολογέω
- Forms:
- ἀπολογεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
- ἀπολογοῦμαι Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- ἀπολογουμένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc
- ἀπολογουμένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur Masc
- ἀπολογούμεθα Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- ἀπελογήσατο Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- ἀπολογηθῆναι Verb: Aor Pass Infin
- ἀπολογήσησθε Verb: Aor Mid Subj 2nd Plur
- ἀπελογεῖτο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- ἀπολογήσομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- ἀπολογηθῆναι
-
- Parse: Verb: Aor Pass Infin
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπολόγημα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning:
- a plea alleged in defence
- the legal defence of an accused
- Forms:
Neuter Noun Singular Plural NOM ἀπολόγημα ἀπολογήματα GEN ἀπολογήματος ἀπολογημάτων DAT ἀπολογήματι ἀπολογήμασι(ν) ACC ἀπολόγημα ἀπολογήματα VOC ἀπολόγημα ἀπολογήματα
- ἀπολογήματα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Plur Neut
- Root: ἀπολόγημα
- ἀπολογήσησθε
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 2nd Plur
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπολογήσομαι
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπολογία
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- defence, legal defence of someone accused
- a plea, answer (for self)
- excuse
- clearing of self
- Cognates:
αἰσχρολογία, ἀλογία, ἀναλογία, ἀνδρολογία, ἀντιλογία, ἀπολογία, ἀρεταλογία, γενεαλογία, δικαιολογία, εὐλογία, κοινολογία, λογία, ματαιολογία, μικρολογία, μωρολογία, ὁμολογία, πιθανολογία, πολυλογία, πρωτολογία, φορολογία, χρηστολογία
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀπολογία ἀπολογίαι GEN ἀπολογίας ἀπολογιῶν DAT ἀπολογίᾳ ἀπολογίαις ACC ἀπολογίαν ἀπολογίας VOC ἀπολογία ἀπολογίαι
- ἀπολογοῦμαι
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπολογούμεθα
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Plur
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπολογουμένου
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπολογουμένων
-
- Parse: Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
- Root: ἀπολογέομαι
- ἀπόλοιντο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Opt 3rd Plur
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπόλοιο
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Opt 2nd Sing
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπόλοιπος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning:
- open space, space left free
- remaining over, left behind
- Cognates:
ἀπόλοιπος, ἐπίλοιπος, κατάλοιπος, λοιπός, περίλοιπος, ὑπόλοιπος
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἀπόλοιπος ἀπόλοιπον GEN ἀπολοίπου DAT ἀπολοίπῳ ACC ἀπόλοιπον VOC ἀπόλοιπε ἀπόλοιπον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἀπόλοιποι ἀπόλοιπα GEN ἀπολοίπων DAT ἀπολοίποις ACC ἀπολοίπους ἀπόλοιπα VOC ἀπόλοιποι ἀπόλοιπα
- ἀπόλοισθε
-
- Parse: Verb: Fut/Aor Mid Plur 2nd
- Meaning: to destroy utterly, kill
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπόλοιτο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Opt 3rd Sing
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπολόμενοι
-
- Parse: Part: Aor Mid Nom Plur Masc
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπολομένου
-
- Parse: Part: 2Aor Mid Gen Sing Masc
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπολομένους
-
- Parse: Part: Aor Mid Acc Plur Masc
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπολοῦνται
-
- Parse: Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπολοῦσι, ἀπολοῦσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπολούσωμαι
-
- Parse: Verb: Aor Mid Subj 1st Sing
- Root: ἀπολούω