ἀπολογεῖσθαι
ἀπολογέομαι
ἀπολογηθῆναι
ἀπολόγημα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • a plea alleged in defence
    • the legal defence of an accused
  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMἀπολόγημαἀπολογήματα
GENἀπολογήματοςἀπολογημάτων
DATἀπολογήματιἀπολογήμασι(ν)
ACCἀπολόγημαἀπολογήματα
VOCἀπολόγημαἀπολογήματα
ἀπολογήματα
ἀπολογήσησθε
ἀπολογήσομαι
ἀπολογία
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀπολογίαἀπολογίαι
GENἀπολογίαςἀπολογιῶν
DATἀπολογίᾳἀπολογίαις
ACCἀπολογίανἀπολογίας
VOCἀπολογίαἀπολογίαι
ἀπολογίᾳ
ἀπολογίαν
ἀπολογίας
ἀπολογιῶν
ἀπολογοῦμαι
ἀπολογούμεθα
ἀπολογουμένου
ἀπολογουμένων
ἀπόλοιντο
ἀπόλοιο
ἀπόλοιπα
ἀπόλοιπον
ἀπόλοιπος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀπόλοιποςἀπόλοιπον
GENἀπολοίπου
DATἀπολοίπῳ
ACCἀπόλοιπον
VOCἀπόλοιπεἀπόλοιπον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀπόλοιποιἀπόλοιπα
GENἀπολοίπων
DATἀπολοίποις
ACCἀπολοίπουςἀπόλοιπα
VOCἀπόλοιποιἀπόλοιπα
ἀπολοίπου
ἀπόλοισθε
ἀπόλοιτο
ἀπολόμενοι
ἀπολομένου
ἀπολομένους
ἀπολοῦνται
ἀπόλουσαι
ἀπολοῦσι, ἀπολοῦσιν
ἀπολούσωμαι
ἀπολούω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to wash off, wash fully, wash away
  • Middle Meaning:
    • to wash oneself, cleanse oneself
  • Cognates:

    ἀπολούω, λούω

  • Forms:
    • ἀπελούσασθε Verb: Aor Mid Ind 2nd Plur
    • ἀπόλουσαι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
    • ἀπολούσωμαι Verb: Aor Mid Subj 1st Sing