- θνησιμαῖα
-
- Parse:
- Adj: Nom/Acc Plur Neut
- Root: θνησιμαῖος
- Parse:
- θνησιμαίοις
-
- Parse: Adj: Dat Plur Masc/Neut
- Root: θνησιμαῖος
- θνησιμαῖον
-
- Parse:
- Adj: Nom/Acc Sing Neut
- Adj: Acc Sing Masc
- Root: θνησιμαῖος
- Parse:
- θνησιμαῖος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Substantival Meaning:
- a dead body, carcass, carcase
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM θνησιμαῖος θνησιμαία θνησιμαῖον GEN θνησιμαίου θνησιμαίας θνησιμαίου DAT θνησιμαίῳ θνησιμαίᾳ θνησιμαίῳ ACC θνησιμαῖον θνησιμαίαν θνησιμαῖον VOC θνησιμαῖε θνησιμαία θνησιμαῖε Plural Masc Fem Neut NOM θνησιμαῖοι θνησιμαῖαι θνησιμαῖα GEN θνησιμαίων θνησιμαίων θνησιμαίων DAT θνησιμαίοις θνησιμαίαις θνησιμαίοις ACC θνησιμαίους θνησιμαίας θνησιμαῖα VOC θνησιμαῖοι θνησιμαῖαι θνησιμαῖα
- θνησιμαίου
-
- Parse: Adj: Gen Sing Masc/Neut
- Root: θνησιμαῖος
- θνησιμαίων
-
- Parse: Adj: Gen Plur MFN
- Root: θνησιμαῖος
- θνήσκω
-
- Meaning: to die, be killed
- Forms:
- θνητός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: mortal, liable to die, mortality, subject to death
- Cognates:
- Note: Compare ἀθανασία
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM θνητός θνητή θνητόν GEN θνητοῦ θνητῆς θνητοῦ DAT θνητῷ θνητῇ θνητῷ ACC θνητόν θνητήν θνητόν Plural Masc Fem Neut NOM θνητοί θνηταί θνητά GEN θνητῶν θνητῶν θνητῶν DAT θνητοῖς θνηταῖς θνητοῖς ACC θνητούς θνητάς θνητά